ἰόμωροι: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
(6_15)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=i)o/mwroi
|Beta Code=i)o/mwroi
|Definition=οἱ, twice in Hom., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες <span class="bibl">Il.4.242</span>; Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι <span class="bibl">14.479</span>. (Expld. by Sch. as <b class="b2">caring for arrows</b> (cf. [[μέριμνα]]), but ῐ is against this: perh. <b class="b2">noisy</b> (cf. [[ἰά]]).)</span>
|Definition=οἱ, twice in Hom., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες <span class="bibl">Il.4.242</span>; Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι <span class="bibl">14.479</span>. (Expld. by Sch. as <b class="b2">caring for arrows</b> (cf. [[μέριμνα]]), but ῐ is against this: perh. <b class="b2">noisy</b> (cf. [[ἰά]]).)</span>
}}
{{ls
|lstext='''ἰόμωροι''': οἱ, δὶς παρ’ Ὁμ., Ἀργεῖοι [[ἰόμωροι]], ἐλεγχέες Ἰλ. Δ. 242˙ Ἀργεῖοι [[ἰόμωροι]], ἀπειλάων ἀκόρητοι Ξ. 479. ― Ἡ [[ἀναλογία]] ἐκ τοῦ [[ἐγχεσίμωρος]] ὑποδεικνύει τὴν σημασίαν ἣν ἀποδίδει εἰς τὴν λέξιν ὁ Σχολ. «οἱ περὶ τοὺς ἰούς, ὅ ἐστι τὰ βέλη, κακοπαθοῦντες, πολεμικοί» (ἐκ τῆς √ΜΕΡ, μέριμνα, μερ-[[μερίζω]], κτλ.), Μ. Μüller, Lectures, 2. 333 ― ἀλλὰ (1) τὸ ι τοῦ ἰὸς ([[βέλος]]) [[εἶναι]] μακρὸν, ἐνῷ ἐν τῇ λέξ. [[ἰόμωροι]] [[εἶναι]] βραχύ (2) [[εἶναι]] βέβαιον ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμηρου οἱ Ἕλληνες συνήθως δὲ ἔκαμνον χρῆσιν βελῶν˙ (3) ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις φαίνεται ὡς [[λέξις]] ὀνειδιστική. Ἡ πιθανωτέρα [[ἑρμηνεία]] [[εἶναι]]: [[δυστυχής]], [[δύσμοιρος]], [[ἄθλιος]], [[κακόμοιρος]], [[εἶναι]] δὲ ἀδύνατον νὰ παραδεχθῇ τις ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ ἴον, [[μόρος]], ἔχων τὴν μοῖραν τοῦ ἴου, [[βραχύβιος]]. Ἕτεροι παράγουσι τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ἰά, [[φωνή]], = [[θορυβώδης]], ταραχώδης, Γλάδστων ἐν Hom. Stud. 1. 356, Ἡσύχ. ― Ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τοῦ ἰο- διαμένει [[ἀμφίβολος]], καὶ ἡ [[ἔννοια]] τῆς καταλήξεως -μωρος [[εἶναι]] ἐπ’ ἴσης σκοτεινὴ [[ἐνταῦθα]] ὡς καὶ ἐν ἄλλαις λέξεσιν, [[ὅπου]] ἀπαντᾷ, [[ἐγχεσίμωρος]], [[ὑλακόμωρος]], [[σινάμωρος]].
}}
}}

Revision as of 11:04, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόμωροι Medium diacritics: ἰόμωροι Low diacritics: ιόμωροι Capitals: ΙΟΜΩΡΟΙ
Transliteration A: iómōroi Transliteration B: iomōroi Transliteration C: iomoroi Beta Code: i)o/mwroi

English (LSJ)

οἱ, twice in Hom.,

   A Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες Il.4.242; Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι 14.479. (Expld. by Sch. as caring for arrows (cf. μέριμνα), but ῐ is against this: perh. noisy (cf. ἰά).)

Greek (Liddell-Scott)

ἰόμωροι: οἱ, δὶς παρ’ Ὁμ., Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες Ἰλ. Δ. 242˙ Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι Ξ. 479. ― Ἡ ἀναλογία ἐκ τοῦ ἐγχεσίμωρος ὑποδεικνύει τὴν σημασίαν ἣν ἀποδίδει εἰς τὴν λέξιν ὁ Σχολ. «οἱ περὶ τοὺς ἰούς, ὅ ἐστι τὰ βέλη, κακοπαθοῦντες, πολεμικοί» (ἐκ τῆς √ΜΕΡ, μέριμνα, μερ-μερίζω, κτλ.), Μ. Μüller, Lectures, 2. 333 ― ἀλλὰ (1) τὸ ι τοῦ ἰὸς (βέλος) εἶναι μακρὸν, ἐνῷ ἐν τῇ λέξ. ἰόμωροι εἶναι βραχύ (2) εἶναι βέβαιον ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμηρου οἱ Ἕλληνες συνήθως δὲ ἔκαμνον χρῆσιν βελῶν˙ (3) ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις φαίνεται ὡς λέξις ὀνειδιστική. Ἡ πιθανωτέρα ἑρμηνεία εἶναι: δυστυχής, δύσμοιρος, ἄθλιος, κακόμοιρος, εἶναι δὲ ἀδύνατον νὰ παραδεχθῇ τις ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ ἴον, μόρος, ἔχων τὴν μοῖραν τοῦ ἴου, βραχύβιος. Ἕτεροι παράγουσι τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ἰά, φωνή, = θορυβώδης, ταραχώδης, Γλάδστων ἐν Hom. Stud. 1. 356, Ἡσύχ. ― Ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τοῦ ἰο- διαμένει ἀμφίβολος, καὶ ἡ ἔννοια τῆς καταλήξεως -μωρος εἶναι ἐπ’ ἴσης σκοτεινὴ ἐνταῦθα ὡς καὶ ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ὅπου ἀπαντᾷ, ἐγχεσίμωρος, ὑλακόμωρος, σινάμωρος.