ὁμόθρονος: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] mitthronend, mitherrschend, Ἥρα, die mit Zeus zugleich herrscht, Pind. N. 11, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] mitthronend, mitherrschend, Ἥρα, die mit Zeus zugleich herrscht, Pind. N. 11, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui partage un trône.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[θάμνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόθρονος''': -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― μετὰ δοτ., ἔστι θεὸς ὁ [[λόγος]] ἰσοκλεὴς καὶ [[ὁμόθρονος]] τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C.
|lstext='''ὁμόθρονος''': -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― μετὰ δοτ., ἔστι θεὸς ὁ [[λόγος]] ἰσοκλεὴς καὶ [[ὁμόθρονος]] τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui partage un trône.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[θάμνος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 17:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόθρονος Medium diacritics: ὁμόθρονος Low diacritics: ομόθρονος Capitals: ΟΜΟΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: homóthronos Transliteration B: homothronos Transliteration C: omothronos Beta Code: o(mo/qronos

English (LSJ)

ον, sharing the same throne, Ἥρα Pi.N.11.2.

German (Pape)

[Seite 334] mitthronend, mitherrschend, Ἥρα, die mit Zeus zugleich herrscht, Pind. N. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage un trône.
Étymologie: ὁμός, θάμνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόθρονος: -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― μετὰ δοτ., ἔστι θεὸς ὁ λόγος ἰσοκλεὴς καὶ ὁμόθρονος τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C.

English (Slater)

ὁμόθρονος, -ον sharing the throne Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας (N. 11.2)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόθρονος, -ον)
αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρόνος (πρβλ. χρυσό-θρονος)].

Greek Monotonic

ὁμόθρονος: -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόθρονος: восседающий на том же троне, разделяющий престол (Зевса) (Ἣρα Pind.).

Middle Liddell

ὁμό-θρονος, ον,
sharing the same throne, Pind.