глядеть: Difference between revisions
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπαυγάζομαι]], [[προσβλέπω]], [[ποτιβλέπω]], [[ποτιγλέπω]], [[προσδέρκομαι]], [[ποτιδέρκομαι]], [[εἰσαθρέω]], [[ἐσαθρέω]], [[λεύσσω]], [[προσλεύσσω]], [[εἰσλεύσσω]], [[ἐμβλέπω]], [[ἐπισκέπτομαι]], [[καταβλέπω]], [[λάω]], [[ἐνοράω]], [[ἐνορέω]], [[αὐγάζω]], [[εἰσδέρκομαι]], [[ἐσδέρκομαι]], [[σκέπτομαι]], [[προσοράω]], [[ποθόρημι]], [[ἐπιβλέπω]], [[ἀποβλέπω]], [[θεάομαι]], [[θηέομαι]], [[θαέομαι]], [[δέρκομαι]], [[εἰσβλέπω]], [[ἐσβλέπω]], [[κατόσσομαι]], [[εἰσοράω]], [[ἐσοράω]], [[ἀποσκοπέω]], [[βλέπω]], [[ὁράω]] | |rueltext=[[ἐπαυγάζομαι]], [[προσβλέπω]], [[ποτιβλέπω]], [[ποτιγλέπω]], [[προσδέρκομαι]], [[ποτιδέρκομαι]], [[εἰσαθρέω]], [[ἐσαθρέω]], [[λεύσσω]], [[προσλεύσσω]], [[εἰσλεύσσω]], [[ἐσλεύσσω]], [[ἐμβλέπω]], [[ἐπισκέπτομαι]], [[καταβλέπω]], [[λάω]], [[ἐνοράω]], [[ἐνορέω]], [[αὐγάζω]], [[εἰσδέρκομαι]], [[ἐσδέρκομαι]], [[σκέπτομαι]], [[προσοράω]], [[ποθόρημι]], [[ἐπιβλέπω]], [[ἀποβλέπω]], [[θεάομαι]], [[θηέομαι]], [[θαέομαι]], [[δέρκομαι]], [[εἰσβλέπω]], [[ἐσβλέπω]], [[κατόσσομαι]], [[εἰσοράω]], [[ἐσοράω]], [[ἀποσκοπέω]], [[βλέπω]], [[ὁράω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:52, 22 September 2024
Russian > Greek
ἐπαυγάζομαι, προσβλέπω, ποτιβλέπω, ποτιγλέπω, προσδέρκομαι, ποτιδέρκομαι, εἰσαθρέω, ἐσαθρέω, λεύσσω, προσλεύσσω, εἰσλεύσσω, ἐσλεύσσω, ἐμβλέπω, ἐπισκέπτομαι, καταβλέπω, λάω, ἐνοράω, ἐνορέω, αὐγάζω, εἰσδέρκομαι, ἐσδέρκομαι, σκέπτομαι, προσοράω, ποθόρημι, ἐπιβλέπω, ἀποβλέπω, θεάομαι, θηέομαι, θαέομαι, δέρκομαι, εἰσβλέπω, ἐσβλέπω, κατόσσομαι, εἰσοράω, ἐσοράω, ἀποσκοπέω, βλέπω, ὁράω