ἀφαίρεμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[lo que se aparta]] como contribución que se ofrenda al templo, [[ofrenda]], hebr. <i>T<sup>e</sup>rumah</i> τὸν βραχίονα τοῦ ἀφαιρέματος [[LXX]] <i>Ex</i>.29.27, cf. 28, <i>Le</i>.7.32, 34, ἀ. [[ἀργύριον]] καὶ χαλκόν [[LXX]] <i>Ex</i>.35.24, ἄρτον ἀ. [[LXX]] <i>Nu</i>.15.20, τὰ ἀφαιρέματα ... ὡς σῖτος ἀπὸ ἅλω καὶ ἀ. ἀπὸ ληνοῦ [[LXX]] <i>Nu</i>.18.27, τὰ πρὸς τὰς θυσίας ἀφαιρέματα I.<i>AI</i> 14.227, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[descuento]], [[reducción]] ἀφαιρέμ(ατος) (δρ.) κ <i>POxy</i>.1731.10 (III d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[sémola]] de ζέα Plin.<i>HN</i> 18.112.<br /><b class="num">4</b> sent. dud., cierto objeto utilizado en los baños públicos πυέλ[οι] ς καὶ ἐπιτονείοις καὶ ἀφαιρέμασι καὶ ἄλλοις ἐνχρήζουσι <i>SB</i> 9921.9 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>sent. dud. en <i>PAmst</i>.79.4 (IV/V d.C.).
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[lo que se aparta]] como contribución que se ofrenda al templo, [[ofrenda]], hebr. <i>T<sup>e</sup>rumah</i> τὸν βραχίονα τοῦ ἀφαιρέματος [[LXX]] <i>Ex</i>.29.27, cf. 28, <i>Le</i>.7.32, 34, ἀ. [[ἀργύριον]] καὶ χαλκόν [[LXX]] <i>Ex</i>.35.24, ἄρτον ἀ. [[LXX]] <i>Nu</i>.15.20, τὰ ἀφαιρέματα ... ὡς σῖτος ἀπὸ ἅλω καὶ ἀ. ἀπὸ ληνοῦ [[LXX]] <i>Nu</i>.18.27, τὰ πρὸς τὰς θυσίας ἀφαιρέματα I.<i>AI</i> 14.227, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[descuento]], [[reducción]] ἀφαιρέμ(ατος) (δρ.) κ <i>POxy</i>.1731.10 (III d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[sémola]] de [[ζέα]] Plin.<i>HN</i> 18.112.<br /><b class="num">4</b> sent. dud., cierto objeto utilizado en los [[baño]]s públicos πυέλοις καὶ ἐπιτονείοις καὶ ἀφαιρέμασι καὶ ἄλλοις ἐνχρήζουσι <i>SB</i> 9921.9 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>sent. dud. en <i>PAmst</i>.79.4 (IV/V d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀφαίρεμα]]) [[αφαιρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]], [[απόσπαση]]<br /><b>2.</b> [[λησμοσύνη]], [[αφηρημάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που αφαιρείται ως το εκλεκτότερο [[μέρος]] από ένα [[σύνολο]], [[προσφορά]], [[αφιέρωμα]]<br /><b>2.</b> [[φόρος]], [[εισφορά]].
|mltxt=το (Α [[ἀφαίρεμα]]) [[αφαιρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]], [[απόσπαση]]<br /><b>2.</b> [[λησμοσύνη]], [[αφηρημάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που αφαιρείται ως το εκλεκτότερο [[μέρος]] από ένα [[σύνολο]], [[προσφορά]], [[αφιέρωμα]]<br /><b>2.</b> [[φόρος]], [[εισφορά]].
}}
}}

Revision as of 10:47, 23 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαίρεμα Medium diacritics: ἀφαίρεμα Low diacritics: αφαίρεμα Capitals: ΑΦΑΙΡΕΜΑ
Transliteration A: aphaírema Transliteration B: aphairema Transliteration C: afairema Beta Code: a)fai/rema

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is taken away as the choice part, LXX Ex.35.21, Nu.18.27sq., al., J.AJ14.10.12. 2 tribute, LXX 1 Ma.15.5. 3 deduction, POxy.1731.10 (ii A. D.). 4 coarse grits made from ζέα, Plin.HN18.112.

German (Pape)

[Seite 406] τό, das Weggenommene, bes. beim Opfer Geweihte, LXX. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαίρεμα: τό, ὅ,τι ἀφαιρεῖται ὡς τὸ ἐκλεκτότατον μέρος, Ἑβδ. (Ἔξ. λε΄, 22, Ἀριθμ. ιη΄, 27, κἑξ., κ. ἀλλ.). Καθ’ Ἡσύχ. «ἀφαίρημα· ἀνάθημα, δῶρον».

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 lo que se aparta como contribución que se ofrenda al templo, ofrenda, hebr. Terumah τὸν βραχίονα τοῦ ἀφαιρέματος LXX Ex.29.27, cf. 28, Le.7.32, 34, ἀ. ἀργύριον καὶ χαλκόν LXX Ex.35.24, ἄρτον ἀ. LXX Nu.15.20, τὰ ἀφαιρέματα ... ὡς σῖτος ἀπὸ ἅλω καὶ ἀ. ἀπὸ ληνοῦ LXX Nu.18.27, τὰ πρὸς τὰς θυσίας ἀφαιρέματα I.AI 14.227, cf. Hsch.
2 descuento, reducción ἀφαιρέμ(ατος) (δρ.) κ POxy.1731.10 (III d.C.).
3 sémola de ζέα Plin.HN 18.112.
4 sent. dud., cierto objeto utilizado en los baños públicos πυέλοις καὶ ἐπιτονείοις καὶ ἀφαιρέμασι καὶ ἄλλοις ἐνχρήζουσι SB 9921.9 (III d.C.)
sent. dud. en PAmst.79.4 (IV/V d.C.).

Greek Monolingual

το (Α ἀφαίρεμα) αφαιρώ
νεοελλ.
1. αφαίρεση, απόσπαση
2. λησμοσύνη, αφηρημάδα
αρχ.
1. αυτό που αφαιρείται ως το εκλεκτότερο μέρος από ένα σύνολο, προσφορά, αφιέρωμα
2. φόρος, εισφορά.