τροχαλία: Difference between revisions
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀρτέμων" to "Ancient Greek: ἀντίσπαστος, ἀντίον, ἄσπαστον, ἀνασπαστήριον, ἀρτέμων, ἀρτέμων") |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[τροχιλία]], η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. [[τροχιλέα]] και [[τροχιλεία]] και [[τροχηλία]] και [[τροχελλέα]] και [[τροχειλέα]] και τροχιλλέα και [[τροχαρέα]], Α<br /><b>1.</b> [[τροχός]] που περιστρέφεται ελεύθερα [[γύρω]] από άξονα και έχει αυλακωτή ή [[λεία]] [[στεφάνη]] όπου περιελίσσεται [[σχοινί]] για την [[ανύψωση]] βαρέων αντικειμένων, [[καρούλι]], [[μακαράς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[τροχός]] που [[είναι]] προσαρμοσμένος σε άξονα και του οποίου το [[σώτρο]] [[είναι]] διαμορφωμένο για να δέχεται εύκαμπτο ατέρμονα ιμάντα μέσω του οποίου μεταδίδει ή δέχεται περιστροφική [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> (στον τ. [[τροχιλία]]) [[ονομασία]] που δίνεται σε ορισμένες αρθρικές επιφάνειες λόγω της ομοιότητας του σχήματός τους με τον [[παραπάνω]] τροχό (α. «[[τροχιλία]] του βραχιόνιου οστού» β. «[[τροχιλία]] του μηριαίου οστού»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ελεύθερη [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[τροχαλία]] που στρέφεται [[γύρω]] από τον άξονά της ελεύθερα [[χωρίς]] να εξαναγκάζεται να παρακολουθήσει τον άξονα αυτό στην περιστροφική του [[κίνηση]] και [[χωρίς]] να μεταδίδει σε άξονα ή σε τροχό την [[κίνηση]] που μεταδίδεται σ' αυτήν<br />β) «πάγια [ή σταθερή] [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[τροχαλία]] [[σταθερά]] και αμετάθετα συνδεδεμένη με τον άξονά της<br />γ) «πολλαπλή [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[συνδυασμός]] περισσότερων τροχαλιών σε ένα ενιαίο [[σύστημα]]<br />δ) «βαθμιδωτή [ή κλιμακωτή] [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> όργανο μετάδοσης κινήσεως απαρτιζόμενο από πολλές ενωμένες τροχαλίες διαφορετικών διαμέτρων, το οποίο χρησιμοποιείται όταν η κινούμενη [[μηχανή]] απαιτεί διάφορες ταχύτητες λειτουργίας<br />ε) «εκτατή [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[διμερής]] [[τροχαλία]] συγκροτούμενη από [[ελαφρώς]] κωνικούς δίσκους, για [[χρήση]] με τραπεζοειδή ιμάντα, του οποίου η [[ακτίνα]] περιελίξεως μπορεί να μεταβληθεί με αξονική [[μετάθεση]] του ενός δίσκου<br />στ) «[[τροχαλία]] τανύσεως»<br /><b>τεχνολ.</b> ελεύθερη [[τροχαλία]] με την οποία επιτυγχάνεται η [[τοποθέτηση]] και [[τάνυση]] της ερπύστριας ερπυστριοφόρου οχήματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μετά]] τινος τροχιλίας»<br /><b>μτφ.</b> με [[ευστροφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχίλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Η λ. απαντά με ποικίλες μορφές στην Αρχαία, από τις οποίες στη Νέα Ελληνική διατηρήθηκαν οι τ. [[τροχαλία]] και [[τροχιλία]]. | |mltxt=[[τροχαλία]] και [[τροχιλία]], η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. [[τροχιλέα]] και [[τροχιλεία]] και [[τροχηλία]] και [[τροχελλέα]] και [[τροχειλέα]] και [[τροχιλλέα]] και [[τροχαρέα]], Α<br /><b>1.</b> [[τροχός]] που περιστρέφεται ελεύθερα [[γύρω]] από άξονα και έχει αυλακωτή ή [[λεία]] [[στεφάνη]] όπου περιελίσσεται [[σχοινί]] για την [[ανύψωση]] βαρέων αντικειμένων, [[καρούλι]], [[μακαράς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[τροχός]] που [[είναι]] προσαρμοσμένος σε άξονα και του οποίου το [[σώτρο]] [[είναι]] διαμορφωμένο για να δέχεται εύκαμπτο ατέρμονα ιμάντα μέσω του οποίου μεταδίδει ή δέχεται περιστροφική [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> (στον τ. [[τροχιλία]]) [[ονομασία]] που δίνεται σε ορισμένες αρθρικές επιφάνειες λόγω της ομοιότητας του σχήματός τους με τον [[παραπάνω]] τροχό (α. «[[τροχιλία]] του βραχιόνιου οστού» β. «[[τροχιλία]] του μηριαίου οστού»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ελεύθερη [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[τροχαλία]] που στρέφεται [[γύρω]] από τον άξονά της ελεύθερα [[χωρίς]] να εξαναγκάζεται να παρακολουθήσει τον άξονα αυτό στην περιστροφική του [[κίνηση]] και [[χωρίς]] να μεταδίδει σε άξονα ή σε τροχό την [[κίνηση]] που μεταδίδεται σ' αυτήν<br />β) «πάγια [ή σταθερή] [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[τροχαλία]] [[σταθερά]] και αμετάθετα συνδεδεμένη με τον άξονά της<br />γ) «πολλαπλή [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[συνδυασμός]] περισσότερων τροχαλιών σε ένα ενιαίο [[σύστημα]]<br />δ) «βαθμιδωτή [ή κλιμακωτή] [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> όργανο μετάδοσης κινήσεως απαρτιζόμενο από πολλές ενωμένες τροχαλίες διαφορετικών διαμέτρων, το οποίο χρησιμοποιείται όταν η κινούμενη [[μηχανή]] απαιτεί διάφορες ταχύτητες λειτουργίας<br />ε) «εκτατή [[τροχαλία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[διμερής]] [[τροχαλία]] συγκροτούμενη από [[ελαφρώς]] κωνικούς δίσκους, για [[χρήση]] με τραπεζοειδή ιμάντα, του οποίου η [[ακτίνα]] περιελίξεως μπορεί να μεταβληθεί με αξονική [[μετάθεση]] του ενός δίσκου<br />στ) «[[τροχαλία]] τανύσεως»<br /><b>τεχνολ.</b> ελεύθερη [[τροχαλία]] με την οποία επιτυγχάνεται η [[τοποθέτηση]] και [[τάνυση]] της ερπύστριας ερπυστριοφόρου οχήματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μετά]] τινος τροχιλίας»<br /><b>μτφ.</b> με [[ευστροφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχίλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Η λ. απαντά με ποικίλες μορφές στην Αρχαία, από τις οποίες στη Νέα Ελληνική διατηρήθηκαν οι τ. [[τροχαλία]] και [[τροχιλία]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 09:02, 27 September 2022
English (LSJ)
v. τροχιλεία.
Greek (Liddell-Scott)
τροχᾰλία: ἴδε ἐν λ. τροχιλία.
Greek Monolingual
τροχαλία και τροχιλία, η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. τροχιλέα και τροχιλεία και τροχηλία και τροχελλέα και τροχειλέα και τροχιλλέα και τροχαρέα, Α
1. τροχός που περιστρέφεται ελεύθερα γύρω από άξονα και έχει αυλακωτή ή λεία στεφάνη όπου περιελίσσεται σχοινί για την ανύψωση βαρέων αντικειμένων, καρούλι, μακαράς
νεοελλ.
τεχνολ. τροχός που είναι προσαρμοσμένος σε άξονα και του οποίου το σώτρο είναι διαμορφωμένο για να δέχεται εύκαμπτο ατέρμονα ιμάντα μέσω του οποίου μεταδίδει ή δέχεται περιστροφική κίνηση
2. ανατ. (στον τ. τροχιλία) ονομασία που δίνεται σε ορισμένες αρθρικές επιφάνειες λόγω της ομοιότητας του σχήματός τους με τον παραπάνω τροχό (α. «τροχιλία του βραχιόνιου οστού» β. «τροχιλία του μηριαίου οστού»)
3. φρ. α) «ελεύθερη τροχαλία»
τεχνολ. τροχαλία που στρέφεται γύρω από τον άξονά της ελεύθερα χωρίς να εξαναγκάζεται να παρακολουθήσει τον άξονα αυτό στην περιστροφική του κίνηση και χωρίς να μεταδίδει σε άξονα ή σε τροχό την κίνηση που μεταδίδεται σ' αυτήν
β) «πάγια [ή σταθερή] τροχαλία»
τεχνολ. τροχαλία σταθερά και αμετάθετα συνδεδεμένη με τον άξονά της
γ) «πολλαπλή τροχαλία»
τεχνολ. συνδυασμός περισσότερων τροχαλιών σε ένα ενιαίο σύστημα
δ) «βαθμιδωτή [ή κλιμακωτή] τροχαλία»
τεχνολ. όργανο μετάδοσης κινήσεως απαρτιζόμενο από πολλές ενωμένες τροχαλίες διαφορετικών διαμέτρων, το οποίο χρησιμοποιείται όταν η κινούμενη μηχανή απαιτεί διάφορες ταχύτητες λειτουργίας
ε) «εκτατή τροχαλία»
τεχνολ. διμερής τροχαλία συγκροτούμενη από ελαφρώς κωνικούς δίσκους, για χρήση με τραπεζοειδή ιμάντα, του οποίου η ακτίνα περιελίξεως μπορεί να μεταβληθεί με αξονική μετάθεση του ενός δίσκου
στ) «τροχαλία τανύσεως»
τεχνολ. ελεύθερη τροχαλία με την οποία επιτυγχάνεται η τοποθέτηση και τάνυση της ερπύστριας ερπυστριοφόρου οχήματος
αρχ.
φρ. «μετά τινος τροχιλίας»
μτφ. με ευστροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίλος + κατάλ. -ία. Η λ. απαντά με ποικίλες μορφές στην Αρχαία, από τις οποίες στη Νέα Ελληνική διατηρήθηκαν οι τ. τροχαλία και τροχιλία.
Russian (Dvoretsky)
τροχᾰλία: ἡ Arst. = τροχιλία.
Translations
pulley
Arabic: مَنْجُور; Armenian: ճախարակ; Basque: txirrika, polea; Bulgarian: макара, скрипец; Catalan: politja, corriola; Chinese Mandarin: 滑車, 滑车, 滑輪, 滑轮; Czech: kladka; Danish: trisse; Dutch: katrol; Esperanto: pulio; Finnish: väkipyörä, pylpyrä; French: poulie; Georgian: ჭოჭონაქი; German: Rolle; Greek: τροχαλία; Ancient Greek: ἀντίσπαστος, ἀντίον, ἄσπαστον, ἀνασπαστήριον, ἀρτέμων, ἀρτέμων, ἐπιδρομίς, μάγγανον, ὀνίσκος, ὄνος, περιαγωγεύς, τροχαλία, τροχαρέα, τροχελλέα, τροχηλιά, τροχηλία, τροχιλεία, τροχιλεῖον, τροχιλία, τροχιλίδιον, τροχιλίη, τροχιλλέα; Hebrew: גלגלת; Hungarian: csiga; Icelandic: trissa, talía; Indonesian: katrol; Irish: ulóg, puilín; Italian: carrucola, puleggia; Japanese: 滑車; Khmer: រ៉ក; Korean: 도르래; Latin: trochlea; Maori: tauru; Mon: ရံက်; Norwegian Bokmål: trinse, trisse; Papiamentu: katròl; Portuguese: roldana; Romanian: scripete; Russian: блок, шкив; Serbo-Croatian Cyrillic: чекрк; Roman: čekrk; Slovak: kladka; Slovene: škripec; Spanish: polea, roldana; Swedish: trissa; Tagalog: tangkalag, kalo; Telugu: కప్పీ, గిలక; Thai: รอก; Turkish: makara; Vietnamese: ròng rọc