δάφνινος: Difference between revisions
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0525.png Seite 525]] vom Lorbeerbaume, [[ἔλαιον]] Hippocr.; χρίσμα, [[οἶνος]], Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0525.png Seite 525]] vom Lorbeerbaume, [[ἔλαιον]] Hippocr.; χρίσμα, [[οἶνος]], Theophr. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δάφνινος -η -ον [δάφνη] van laurier. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δάφνινος:''' [[сделанный из лавра]], [[лавровый]] ([[στέφανος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δάφνινος]], -η, -ον) [[δάφνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[δάφνη]] («δάφνινα κλαδιά», «[[δάφνινος]] ὅρπηξ»)<br /><b>2.</b> [[καμωμένος]] από [[δάφνη]] («δάφνινο [[στεφάνι]]», «δάφνινον [[ἔλαιον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>δάφνινον</i>, το<br />[[χρώμα]] σαν τα φύλλα της δάφνης. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δάφνινος]], -η, -ον) [[δάφνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[δάφνη]] («δάφνινα κλαδιά», «[[δάφνινος]] ὅρπηξ»)<br /><b>2.</b> [[καμωμένος]] από [[δάφνη]] («δάφνινο [[στεφάνι]]», «δάφνινον [[ἔλαιον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>δάφνινον</i>, το<br />[[χρώμα]] σαν τα φύλλα της δάφνης. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 3 October 2022
English (LSJ)
η, ον, A made of bay, ἔλαιον Thphr. Od.28, Dsc.1.40; of bay-wood, ὅρπηξ Call.h.Ap.1. II δάφνινον (sc. χρῶμα) PLond.3.928.13 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
(δάφνῐνος) -η, -ον
de laurel ὅρπηξ Call.Ap.1, ῥάβδος D.T.630.20, ξύλα Philum.Ven.7.4, χρῶμα δ. color de laurel para pintar PLond.928.13 (II d.C.)
•hecho de laurel o de bayas de laurel ἔλαιον Hp.Morb.2.13, Mul.1.75, Dsc.1.40, Paul.Aeg.3.1.3, Hippiatr.1.33, μύρον Hp.Mul.1.74, Thphr.Od.28, 42, χρῖσμα PLond.928.13 (III d.C.) en BL 3.94, οἶνος Dsc.5.36, στέφανος Philonid. en Ath.675e, IG 9(2).1109.40 (Magnesia II a.C.), GDI 1807.20 (Delfos), Plu.2.645d, Artem.1.77, D.C.43.43.1, 48.16.1, στέμμα Eust.24.46
•subst. τὸ δ. n. de un preparado hecho con fruto del laurel Aët.1.108, cf. 2.209.
German (Pape)
[Seite 525] vom Lorbeerbaume, ἔλαιον Hippocr.; χρίσμα, οἶνος, Theophr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάφνινος -η -ον [δάφνη] van laurier.
Russian (Dvoretsky)
δάφνινος: сделанный из лавра, лавровый (στέφανος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δάφνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ δάφνης πεποιημένος, ἔλαιον Θεόφρ. π. Ὀσμ. 28, Διοσκ. 1. 50· ὁ ἐκ ξύλου δάφνης, ὅρπηξ Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δάφνινος, -η, -ον) δάφνη
1. αυτός που ανήκει στη δάφνη («δάφνινα κλαδιά», «δάφνινος ὅρπηξ»)
2. καμωμένος από δάφνη («δάφνινο στεφάνι», «δάφνινον ἔλαιον»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δάφνινον, το
χρώμα σαν τα φύλλα της δάφνης.