δανός: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0522.png Seite 522]] (Wurzel δαF-, [[δαίω]] brennen), brennbar, ausgedörrt, dürr, [[trocken]]. Homer einmal, Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι, var. lect. ξύλα πολλά. Vgl. Ar. Pac. 1134 ἐκκέας τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανότατα τοῦ θέρους ἐκπεπρισμένα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0522.png Seite 522]] (Wurzel δαF-, [[δαίω]] brennen), brennbar, ausgedörrt, dürr, [[trocken]]. Homer einmal, Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι, var. lect. ξύλα πολλά. Vgl. Ar. Pac. 1134 ἐκκέας τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανότατα τοῦ θέρους ἐκπεπρισμένα.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />bon à brûler ; sec (bois).<br />'''Étymologie:''' p. *δαϜνός, cf. [[δαίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾱνός''': -ή, -όν, ([[δαίω]]) = κεκαυμένος, [[ξηρός]], ἀπεξηραμμένος, «τσουρουφλισμένος», ξύλα δανὰ Ὀδ. Ο. 322· ὑπερθ. ξύλα δανότατα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1134. Πρβλ. [[Δανάη]].
|lstext='''δᾱνός''': -ή, -όν, ([[δαίω]]) = κεκαυμένος, [[ξηρός]], ἀπεξηραμμένος, «τσουρουφλισμένος», ξύλα δανὰ Ὀδ. Ο. 322· ὑπερθ. ξύλα δανότατα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1134. Πρβλ. [[Δανάη]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />bon à brûler ; sec (bois).<br />'''Étymologie:''' p. *δαϜνός, cf. [[δαίω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾱνός Medium diacritics: δανός Low diacritics: δανός Capitals: ΔΑΝΟΣ
Transliteration A: danós Transliteration B: danos Transliteration C: danos Beta Code: dano/s

English (LSJ)

ή, όν, burnt, dry, parched, ξύλα δ. Od.15.322: Sup. ξύλα δανότατα Ar.Pax1134. (Prob. from *δᾰϝεσ-νός, cf. δαίω.)

Spanish (DGE)

(δᾱνός) -ή, -όν
• Alolema(s): δαυνός A.Fr.41a, Phot.δ 73
quemado, seco, reseco ξύλα Od.15.322, Ar.Pax 1134, Call.Fr.243, s. cont., A.l.c., de los muertos δανοῖς ἐν στομάτεσσι Call.Fr.278, cf. Paus.Gr.δ 4, Hsch., Phot.l.c.

German (Pape)

[Seite 522] (Wurzel δαF-, δαίω brennen), brennbar, ausgedörrt, dürr, trocken. Homer einmal, Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι, var. lect. ξύλα πολλά. Vgl. Ar. Pac. 1134 ἐκκέας τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανότατα τοῦ θέρους ἐκπεπρισμένα.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bon à brûler ; sec (bois).
Étymologie: p. *δαϜνός, cf. δαίω.

Greek (Liddell-Scott)

δᾱνός: -ή, -όν, (δαίω) = κεκαυμένος, ξηρός, ἀπεξηραμμένος, «τσουρουφλισμένος», ξύλα δανὰ Ὀδ. Ο. 322· ὑπερθ. ξύλα δανότατα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1134. Πρβλ. Δανάη.

Greek Monolingual

δανός, -ή, -όν (Α)
καμένος, ξερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαFεσνός (πρβλ. δάος)].

Greek Monotonic

δᾱνός: -ή, -όν (δαίω Α), καμμένος, ξηρός, αποξηραμένος, ξερός, καύσιμος, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ., δανότατος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δᾱνός: δαίω II] горючий, т. е. хорошо высушенный, сухой (ξύλα Hom., Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δανός -ή -όν [~ δαίω] brandbaar, dor.

Middle Liddell

[δαίω1]
burnt, dry, parched, Od.;Sup., δανότατος, Ar.