Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δεινόπους: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0538.png Seite 538]] οδος, mit schrecklichem Fuße, Ἀρά, die schrecklich verfolgende Rachegöttin, Soph. O. R. 418.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0538.png Seite 538]] οδος, mit schrecklichem Fuße, Ἀρά, die schrecklich verfolgende Rachegöttin, Soph. O. R. 418.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν, <i>gén</i>. -ποδος<br />aux pieds terribles, <i>càd</i> à la marche terrible (l'Imprécation).<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]], [[πούς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεινόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ φοβεροὺς ἔχων πόδας, Ἀρά δ., (ὡς εἰ ἦτο [[κύων]] θηρευτικὴ καταδιώκουσα τὰ ἴχνη τοῦ θύματὸς της), Σοφ. Ο. Τ. 418.
|lstext='''δεινόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ φοβεροὺς ἔχων πόδας, Ἀρά δ., (ὡς εἰ ἦτο [[κύων]] θηρευτικὴ καταδιώκουσα τὰ ἴχνη τοῦ θύματὸς της), Σοφ. Ο. Τ. 418.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν, <i>gén</i>. -ποδος<br />aux pieds terribles, <i>càd</i> à la marche terrible (l'Imprécation).<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]], [[πούς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινόπους Medium diacritics: δεινόπους Low diacritics: δεινόπους Capitals: ΔΕΙΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: deinópous Transliteration B: deinopous Transliteration C: deinopous Beta Code: deino/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος, with terrible foot, Ἀρά (as if she were a hound upon the track), S.OT418.

Spanish (DGE)

-ποδος
de pie terrible, de caminar terrible fig. ἀρά S.OT 418.

German (Pape)

[Seite 538] οδος, mit schrecklichem Fuße, Ἀρά, die schrecklich verfolgende Rachegöttin, Soph. O. R. 418.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν, gén. -ποδος
aux pieds terribles, càd à la marche terrible (l'Imprécation).
Étymologie: δεινός, πούς.

Greek (Liddell-Scott)

δεινόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ φοβεροὺς ἔχων πόδας, Ἀρά δ., (ὡς εἰ ἦτο κύων θηρευτικὴ καταδιώκουσα τὰ ἴχνη τοῦ θύματὸς της), Σοφ. Ο. Τ. 418.

Greek Monolingual

δεινόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει τρομερά στην ταχύτητα πόδια, ο πολύ γρήγορος, («δεινόπους Ἀρά»).

Greek Monotonic

δεινόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ικανός στα πόδια· Ἀρὰ δ. (σαν να ήταν κυνηγετικό σκυλί που καταδιώκει τα χνάρια του θηράματός του), σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεινόπους -ουν, gen. -ποδος [δεινός, πούς] met vervaarlijke voet:. δεινόπους ἀρά een vervloeking met vervaarlijke voet Soph. OT 418.

Russian (Dvoretsky)

δεινόπους: 2, gen. ποδος со страшными ногами, т. е. неотступно преследующий, беспощадный (Ἀρά Soph.).

Middle Liddell


terrible of foot, Ἀρὰ δ. (as if she was a hound upon the track), Soph.