δηξίθυμος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0567.png Seite 567]] herznagend, ἔρωτος [[ἄνθος]], Aesch. Ag. 722; [[ἅλμη]], heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0567.png Seite 567]] herznagend, ἔρωτος [[ἄνθος]], Aesch. Ag. 722; [[ἅλμη]], heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ronge, <i>litt.</i> qui mord le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], [[θυμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δηξίθῡμος''': -ον, = [[δακέθυμος]], [[θυμοδακής]], ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. [[ὀξάλμη]] Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β. | |lstext='''δηξίθῡμος''': -ον, = [[δακέθυμος]], [[θυμοδακής]], ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. [[ὀξάλμη]] Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:40, 1 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, = δακέθυμος, ἔρωτος ἄνθος A.Ag.743 (lyr.); comically, δ. ὀξάλμη Sopat.21.
Spanish (DGE)
(δηξίθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que muerde el alma, que roe el corazón ἔρωτος ἄνθος A.A.743, cf. Eust.1506.64
•paród. que devora el estómago, picante ὀξάλμη Sopat.21.
German (Pape)
[Seite 567] herznagend, ἔρωτος ἄνθος, Aesch. Ag. 722; ἅλμη, heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ronge, litt. qui mord le cœur.
Étymologie: δάκνω, θυμός.
Greek (Liddell-Scott)
δηξίθῡμος: -ον, = δακέθυμος, θυμοδακής, ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. ὀξάλμη Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β.
Greek Monolingual
δηξίθυμος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχή («δηξίθυμος ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι- < (μέλλ.) δήξομαι του δάκνω + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα της αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -τι ή -(σ)ι- (πρβλ. αλεξίκανος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)].
Greek Monotonic
δηξίθῡμος: -ον, = δακέ-θυμος, λέγεται για την αγάπη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δηξίθῡμος: Aesch. = δακέθυμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηξίθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.