διαφωτίζω: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0613.png Seite 613]] erleuchten, Luc. Icarom. 21; übertr., ψυχήν, aufklären, Plut. prof. virt. sent. p. 243; auch βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, d. i. mit Gewalt Platz nehmen, Plut. Cat. mai. 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0613.png Seite 613]] erleuchten, Luc. Icarom. 21; übertr., ψυχήν, aufklären, Plut. prof. virt. sent. p. 243; auch βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, d. i. mit Gewalt Platz nehmen, Plut. Cat. mai. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διαφωτίσω, <i>att.</i> διαφωτιῶ;<br /><b>1</b> éclairer, illuminer;<br /><b>2</b> éclaircir : βίᾳ διαφωτίσας τόπον PLUT ayant déblayé (<i>litt.</i> éclairci) la place par la force, s'étant fait jour à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φωτίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαφωτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[φωτίζω]], φῶς χορηγῶ, Πλούτ. 2. 76Β· βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, διὰ τῆς βίας νὰ καθαρίσῃ τις τόπον τινά, Γαλλ. éclaircir, ὁ αὐτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. | |lstext='''διαφωτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[φωτίζω]], φῶς χορηγῶ, Πλούτ. 2. 76Β· βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, διὰ τῆς βίας νὰ καθαρίσῃ τις τόπον τινά, Γαλλ. éclaircir, ὁ αὐτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:40, 1 October 2022
English (LSJ)
enlighten, τὴν ψυχήν Plu.2.76b; βίᾳ διαφωτίσαι τόπον clear a place by force, Id.Cat.Ma.20; throw light upon, νυκτερινὰς διατριβάς Luc.Icar.21: abs., dawn, LXXNe.8.3.
Spanish (DGE)
1 intr. brillar ἀπὸ τῆς ὥρας τοῦ διαφωτίσαι τὸν ἥλιον desde la salida del sol LXX 2Es.18.3.
2 tr. iluminar fig. τοῦ λόγου διαφωτίζοντος ... τὴν ψυχήν Plu.2.76b
•arrojar luz sobre, descubrir, aclarar τὰς νυκτερινὰς ... διατριβάς Luc.Icar.21, τὸ κεκαλυμμένον ἐν τῇ ψυχῇ κάλλος Gr.Nyss.Virg.300.15, τὸ σκοτεινὸν τοῦ λόγου Alex.Aphr.in SE 21.28
•aclarar, despejar πολλῷ δ' ἀγῶνι καὶ βίᾳ μεγάλῃ διαφωτίσας τὸν τόπον Plu.Cat.Ma.20.
German (Pape)
[Seite 613] erleuchten, Luc. Icarom. 21; übertr., ψυχήν, aufklären, Plut. prof. virt. sent. p. 243; auch βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, d. i. mit Gewalt Platz nehmen, Plut. Cat. mai. 20.
French (Bailly abrégé)
f. διαφωτίσω, att. διαφωτιῶ;
1 éclairer, illuminer;
2 éclaircir : βίᾳ διαφωτίσας τόπον PLUT ayant déblayé (litt. éclairci) la place par la force, s'étant fait jour à travers.
Étymologie: διά, φωτίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διαφωτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, φωτίζω, φῶς χορηγῶ, Πλούτ. 2. 76Β· βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, διὰ τῆς βίας νὰ καθαρίσῃ τις τόπον τινά, Γαλλ. éclaircir, ὁ αὐτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20.
Greek Monolingual
(ΑΝ)
1. φωτίζω εντελώς
2. πληροφορώ με σαφήνεια, διευκρινίζω
νεοελλ.
απαλλάσσω από την πλάνη τών προλήψεων
αρχ.
1. (για τον ήλιο) φωτίζω ανατέλλοντας
2. αποκαθαίρω («πολλῷ δ' ἀγώνι και βίᾳ διαφωτίσας τὸν τόπον», Πλούτ.).
Greek Monotonic
διαφωτίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, ξεκαθαρίζω, διασαφηνίζω ολότελα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαφωτίζω: (fut. διαφωτίσω - атт. διαφωτιῶ)
1) досл. освещать, озарять, перен. разоблачать (ἀποκαλύψαι καὶ διαφωτίσαι τι Luc.);
2) просвещать (τὴν ψυχήν Plut.);
3) расчищать, освобождать: βίᾳ διαφωτίσαι τὸν τόπον Plut. силой проложить себе дорогу.
Middle Liddell
fut. attic ῐῶ
to clear completely, Plut.