δομαῖος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0655.png Seite 655]] zum Bau gehörig; [[λίθος]], Bau- od. Grundstein, Ep. ad. 304 (Plan. 279). Auch οἱ δομαῖοι allein, Grundsteine, Ap. Rh. 1, 737. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0655.png Seite 655]] zum Bau gehörig; [[λίθος]], Bau- od. Grundstein, Ep. ad. 304 (Plan. 279). Auch οἱ δομαῖοι allein, Grundsteine, Ap. Rh. 1, 737. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui concerne les constructions ; [[οἱ]] δομαῖοι (λίθοι) pierres de construction, fondations.<br />'''Étymologie:''' [[δόμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δομαῖος''': -α, -ον, (δομὴ) ὁ πρὸς οἰκοδομίαν [[κατάλληλος]], δομαῖοι (ἐνν. λίθοι), θεμέλιοι λίθοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 737, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 279. | |lstext='''δομαῖος''': -α, -ον, (δομὴ) ὁ πρὸς οἰκοδομίαν [[κατάλληλος]], δομαῖοι (ἐνν. λίθοι), θεμέλιοι λίθοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 737, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 279. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:50, 1 October 2022
English (LSJ)
α, ον, (δομή) for building: δομαῖοι (sc. λίθοι) foundation-stones, A.R.1.737; δ. λᾶα APl.4.279.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): fem. -η Paul.Sil.Ambo 187
1 propio para la construcción λᾶας AP 16.279, κρηπίς Paul.Sil.l.c.
2 subst. ὁ δ. construcción, cimiento βάλλοντο δομαίους pusieron cimientos A.R.1.737, cf. Nonn.D.5.63, ἐπυργώσαντο λινοπλέκτοισι δομαίοις Nonn.D.26.56, cf. 37.99, Hsch.
German (Pape)
[Seite 655] zum Bau gehörig; λίθος, Bau- od. Grundstein, Ep. ad. 304 (Plan. 279). Auch οἱ δομαῖοι allein, Grundsteine, Ap. Rh. 1, 737.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les constructions ; οἱ δομαῖοι (λίθοι) pierres de construction, fondations.
Étymologie: δόμος.
Greek (Liddell-Scott)
δομαῖος: -α, -ον, (δομὴ) ὁ πρὸς οἰκοδομίαν κατάλληλος, δομαῖοι (ἐνν. λίθοι), θεμέλιοι λίθοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 737, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 279.
Greek Monolingual
δομαῖος -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στην, προορίζεται για οικοδομία
2. οἱ δομαῖοι (ενν. λίθοι)
οι θεμέλιοι λίθοι.
Greek Monotonic
δομαῖος: -α, -ον (δομή), κατάλληλος για οικοδόμηση, χτίσιμο, θεμέλιος, σε Ανθ.