γαλακτοφάγος: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. [[γλακτοφάγος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. [[γλακτοφάγος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit de laitage.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[φαγεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γᾰλακτοφάγος''': -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-. | |lstext='''γᾰλακτοφάγος''': -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, milk-fed, Str. 7.4.6, S.E. P. 1.56.
Spanish (DGE)
-ον
que se nutre de leche de los habitantes del Quersoneso, Str.7.4.6, Aret.CD 1.8.2, Σκύθαι Ptol.Geog.6.14.12, ζῷα S.E.P.1.56, cf. γλακτοφάγος.
German (Pape)
[Seite 471] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. γλακτοφάγος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit de laitage.
Étymologie: γάλα, φαγεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοφάγος: -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.
Greek Monolingual
ο (AM γαλακτοφάγος)
αυτός που τρέφεται κυρίως ή αποκλειστικά με γάλα.
Greek Monotonic
γᾰλακτοφάγος: -ον (φαγεῖν), αυτός που τρέφεται με γάλα, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλακτοφάγος: Sext. = γαλακτοπότης.