βουδόρος: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0456.png Seite 456]] Rinder schindend, aufreibend, Hes. O. 502 ἤματα. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0456.png Seite 456]] Rinder schindend, aufreibend, Hes. O. 502 ἤματα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> où l'on écorche les bœufs;<br /><b>2</b> ὁ [[βουδόρος]] couteau pour écorcher les bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[δέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βουδόρος''': -ον, ([[δέρω]]) ὁ δέρων, ἐκδέρων [[βοῦς]], βασανίζων αὐτούς, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 502. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ., [[μάχαιρα]] πρὸς ἐκδοράν, Βάβρ. 97. 7. | |lstext='''βουδόρος''': -ον, ([[δέρω]]) ὁ δέρων, ἐκδέρων [[βοῦς]], βασανίζων αὐτούς, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 502. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ., [[μάχαιρα]] πρὸς ἐκδοράν, Βάβρ. 97. 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (δέρω) A flaying oxen, galling, Hes.Op.504 (βούδορα codd., βουδόρα Sch.T.ll.17.550, cf. Eust.1117.53). II for flaying, μάχαιρα Babr.97.7: as substantive, Hsch., prob. in Tim.Pers.28. 2 prov., β. νόμῳ of those who deserve flaying, Diogenian.3.66.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): βού- Eust.1117.53
1 desollador de bueyes, apto para desollar bueyes ἤματα Hes.Op.504, Sch.Er.Il.17.550, μάχαιραι Babr.97.7, en el inventario de objetos de un santuario IG 13.405.9 (V a.C.)
•prov. βουδόρῳ νόμῳ dicho de los que merecen ser desollados, Diogenian.1.3.66, Phot.β 225, Hsch.
2 de cuero de buey ἐν ἀποτομάσι βουδόροισι en astiles (con correas) de cuero de buey Tim.15.28, cf. βουδόρῳ· ἀσκῷ Hsch.
German (Pape)
[Seite 456] Rinder schindend, aufreibend, Hes. O. 502 ἤματα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 où l'on écorche les bœufs;
2 ὁ βουδόρος couteau pour écorcher les bœufs.
Étymologie: βοῦς, δέρω.
Greek (Liddell-Scott)
βουδόρος: -ον, (δέρω) ὁ δέρων, ἐκδέρων βοῦς, βασανίζων αὐτούς, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 502. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ., μάχαιρα πρὸς ἐκδοράν, Βάβρ. 97. 7.
Greek Monolingual
βουδόρος, -ον (Α)
1. αυτός που γδέρνει βόδια
2. ως ουσ. ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών
3. φρ. «βουδόρῳ νόμῳ» — γι' αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -δόρος < δορά < δέρω).
Greek Monotonic
βουδόρος: -ον (δέρω),
I. αυτός που γδέρνει, που βασανίζει τα βόδια, σε Ησίοδ.
II. ως ουσ., το μαχαίρι που χρησιμοποιείται για την εκδορά των βοδιών, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
βουδόρος: II ὁ нож для сдирания бычачьих шкур Babr.
обдирающий быков, т. е. мучительный для скота (ἤματα Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουδόρος -ον βοῦς, δέρω om ossen te villen.
Middle Liddell
δέρω
I. flaying oxen, Hes.
II. as substantive a knife for flaying, Babr.