ἀδιόρθωτος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no preparado]] τῇ τούτου (τοῦ πολέμου) παρασκευῇ ἄτακτα ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα D.4.36<br /><b class="num">•</b>de libros [[no corregido]] Cic.<i>Att</i>.327.1, Anon.<i>Prol</i>.24.14<br /><b class="num">•</b>[[no enmendado]] [[ἀβουλία]] Gr.Nyss.M.46.81B<br /><b class="num">•</b>de pers. [[no reformado]] Chrys.M.61.420.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede ser arreglado]], [[irremediable]], [[incorregible]] ὁρμή D.S.37.3, [[δουλεία]] App.<i>BC</i> 3.90, [[ἁμαρτία]] D.C.69.4.5, [[ἀργία]] D.L.5.66, cf. <i>Gloss</i>.2.218<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ ἀ. ἀδικούντων D.H.6.20.<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. plu. como adv. [[sin corregir]] τὰ αὐτὰ γέγραφε ... καὶ ἀδιόρθωτα εἴακε τῷ ἐπείγεσθαι los dejó sin corregir por la prisa</i> D.L.10.27.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[erróneamente]] ἀ. ἔχειν Chrys.M.58.512<br /><b class="num">•</b>[[irremediablemente]] τῇ λύπῃ συνεχόμενος D.S.29.25. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no preparado]] τῇ τούτου (τοῦ πολέμου) παρασκευῇ ἄτακτα ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα D.4.36<br /><b class="num">•</b>de libros [[no corregido]] Cic.<i>Att</i>.327.1, Anon.<i>Prol</i>.24.14<br /><b class="num">•</b>[[no enmendado]] [[ἀβουλία]] Gr.Nyss.M.46.81B<br /><b class="num">•</b>de pers. [[no reformado]] Chrys.M.61.420.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede ser arreglado]], [[irremediable]], [[incorregible]] ὁρμή D.S.37.3, [[δουλεία]] App.<i>BC</i> 3.90, [[ἁμαρτία]] D.C.69.4.5, [[ἀργία]] D.L.5.66, cf. <i>Gloss</i>.2.218<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ ἀ. ἀδικούντων D.H.6.20.<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. plu. como adv. [[sin corregir]] τὰ αὐτὰ γέγραφε ... καὶ ἀδιόρθωτα εἴακε τῷ ἐπείγεσθαι los dejó sin corregir por la prisa</i> D.L.10.27.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[erróneamente]] ἀ. ἔχειν Chrys.M.58.512<br /><b class="num">•</b>[[irremediablemente]] τῇ λύπῃ συνεχόμενος D.S.29.25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non redressé, non corrigé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[διορθόω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιόρθωτος''': -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. [[διορθωτής]]. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, [[ἀδιόρθωτος]], [[ἀνεπανόρθωτος]], [[δουλεία]], Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25. | |lstext='''ἀδιόρθωτος''': -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. [[διορθωτής]]. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, [[ἀδιόρθωτος]], [[ἀνεπανόρθωτος]], [[δουλεία]], Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:33, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A not corrected, not set right, D.4.36:—of books, unrevised, Cic.Att.13.21a.1. II irremediable, ὁρμή D.S.37.3; δουλεία App.BC3.90, cf. D.L.5.66; ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν D.H.6.20. Adv. -τως D.S.29.25.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no preparado τῇ τούτου (τοῦ πολέμου) παρασκευῇ ἄτακτα ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα D.4.36
•de libros no corregido Cic.Att.327.1, Anon.Prol.24.14
•no enmendado ἀβουλία Gr.Nyss.M.46.81B
•de pers. no reformado Chrys.M.61.420.
2 que no puede ser arreglado, irremediable, incorregible ὁρμή D.S.37.3, δουλεία App.BC 3.90, ἁμαρτία D.C.69.4.5, ἀργία D.L.5.66, cf. Gloss.2.218
•neutr. plu. subst. τὰ ἀ. ἀδικούντων D.H.6.20.
II adv.
1 neutr. plu. como adv. sin corregir τὰ αὐτὰ γέγραφε ... καὶ ἀδιόρθωτα εἴακε τῷ ἐπείγεσθαι los dejó sin corregir por la prisa D.L.10.27.
2 adv. -ως erróneamente ἀ. ἔχειν Chrys.M.58.512
•irremediablemente τῇ λύπῃ συνεχόμενος D.S.29.25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non redressé, non corrigé.
Étymologie: ἀ, διορθόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιόρθωτος: -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. διορθωτής. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, ἀδιόρθωτος, ἀνεπανόρθωτος, δουλεία, Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25.
Greek Monotonic
ἀδιόρθωτος: -ον (διορθόω), αυτός που δεν έχει διορθωθεί, αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί σωστά, σε Δημ.· λέγεται για βιβλία, μη αναθεωρημένος, μη τροποποιημένος, σε Κικ.· πρβλ. διορθωτής.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιόρθωτος:
1) не приведенный в порядок, неупорядоченный Dem.;
2) неисправимый Diog. L.;
3) непроверенный, неотредактированный Cic.
Middle Liddell
διορθόω, cf. διορθωτής.]
not corrected, not set right, Dem.:—of books, unrevised, Cic.