ἀκριτόμυθος: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀκρῐτόμῡθος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[confuso charlatán]] Θερσίτης <i>Il</i>.2.246, [[γυνή]] <i>GDRK</i> 29.55, cf. <i>EM</i> 538.33G.<br /><b class="num">•</b>[[dicho sin pensar]] λόγος de un oráculo, op. [[κεκριμένος]] Ph.1.111, cf. Ph.1.695.<br /><b class="num">2</b> [[de sentido incomprensible]] ὄνειρος <i>Od</i>.19.560. | |dgtxt=(ἀκρῐτόμῡθος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[confuso charlatán]] Θερσίτης <i>Il</i>.2.246, [[γυνή]] <i>GDRK</i> 29.55, cf. <i>EM</i> 538.33G.<br /><b class="num">•</b>[[dicho sin pensar]] λόγος de un oráculo, op. [[κεκριμένος]] Ph.1.111, cf. Ph.1.695.<br /><b class="num">2</b> [[de sentido incomprensible]] ὄνειρος <i>Od</i>.19.560. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à la parole confuse;<br /><b>2</b> au langage <i>ou</i> au sens confus;<br /><b>3</b> aux propos imprudents.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκριτος]], [[μῦθος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκρῐτόμῡθος''': -ον, ὁ ἀπερισκέπτως ἢ [[συγκεχυμένως]] λαλῶν, Ἰλ. Β. 246· πρβλ. [[ἄκριτος]], Ι.1. ΙΙ. ὄνειροι ἀκρ., δυσερμήνευτοι, Ὀδ. Τ. 560. | |lstext='''ἀκρῐτόμῡθος''': -ον, ὁ ἀπερισκέπτως ἢ [[συγκεχυμένως]] λαλῶν, Ἰλ. Β. 246· πρβλ. [[ἄκριτος]], Ι.1. ΙΙ. ὄνειροι ἀκρ., δυσερμήνευτοι, Ὀδ. Τ. 560. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A confusedly babbling, Il.2.246, Ph.1.111. II ὄνειροι ἀ. hard of discernment, Od.19.560.
Spanish (DGE)
(ἀκρῐτόμῡθος) -ον
1 confuso charlatán Θερσίτης Il.2.246, γυνή GDRK 29.55, cf. EM 538.33G.
•dicho sin pensar λόγος de un oráculo, op. κεκριμένος Ph.1.111, cf. Ph.1.695.
2 de sentido incomprensible ὄνειρος Od.19.560.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à la parole confuse;
2 au langage ou au sens confus;
3 aux propos imprudents.
Étymologie: ἄκριτος, μῦθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐτόμῡθος: -ον, ὁ ἀπερισκέπτως ἢ συγκεχυμένως λαλῶν, Ἰλ. Β. 246· πρβλ. ἄκριτος, Ι.1. ΙΙ. ὄνειροι ἀκρ., δυσερμήνευτοι, Ὀδ. Τ. 560.
Greek Monolingual
-ο (Α ἀκριτόμυθος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που του έχουν εμπιστευθεί
αρχ.
1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα
2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -μυθος < μῦθος.
ΠΑΡ. μσν. ἀκριτομυθῶ
(μσν. νεοελλ.) ακριτομυθία].
Greek Monotonic
ἀκρῐτόμῡθος: -ον, I. αυτός που φλυαρεί απερίσκεπτα ή συγκεχυμένα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. δυσερμήνευτος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρῐτόμῡθος:
1) бессвязно болтающий, говорящий вздор (Θερσίτης Hom.);
2) бессвязный, путаный (ὄνειροι Hom.).
Middle Liddell
I. recklessly or confusedly babbling, Il.
II. hard of interpretation, Od.