ἀλλοτρίωσις: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - " (op\.) ([Α-Ωα-ωΆΈΉΊΌΎΏἈἘἨἸὈὨᾈᾘᾨἌἜἬἼὌὬᾌᾜᾬἊἚἪἺὊὪᾊᾚᾪἎἮἾὮᾎᾞᾮἉἙἩἹὉὙὩᾉᾙᾩῬἍἝἭἽὍὝὭᾍᾝᾭἋἛἫἻὋὛὫᾋᾛᾫἏ...) |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>c. gen. de cosa [[rechazo]], [[no aceptación]], [[renuncia]] τῆς ξυμμαχίας διδομένης οὐχ ὁμοία ἡ ἀ. Th.1.35<br /><b class="num">•</b>en lit. crist. τῶν περισπασμῶν Basil.M.31.920C, τῶν κακῶν Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.28.23, cf. ἀπὸ τῆς ζωῆς Basil.M.29.612C.<br /><b class="num">2</b> en fil. heleníst. [[rechazo]], [[repulsión]], [[repugnancia]] natural, op. οἰκείωσις: μίαν οἰκείωσιν εἶναι φύσει πρὸς ἡδονὴν ἢ ἀλλοτρίωσιν πρὸς πόνον Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.54.30, cf. Gal.5.459, πρὸς αὐτάς (τὰς ἡδονάς) Ph.1.267, οἰκειώσεως πάσης καὶ ἀ. ἀρχὴ τὸ αἰσθάνεσθαι Porph.<i>Abst</i>.3.19.<br /><b class="num">3</b> [[hostilidad]], [[aversión]] c. εἰς: ἐς τὸν Καίσαρα ἀλλοτρίωσιν App.<i>BC</i> 3.13, μὴ ... ἐς φανερὰν αὐτοὺς ἀλλοτρίωσιν προαγάγῃ D.C.40.21<br /><b class="num">•</b>c. gen. obj. Ρομπήιος ... ἐς ἀλλοτρίωσιν ὑπήγετο τοῦ Μηνοδώρου App.<i>BC</i> 5.78, ἡ δὲ ἀ. τοῦ κοινοῦ γένους ἀδικίαν ἐμποιεῖ Iambl.<i>VP</i> 168, Poll.3.64.<br /><b class="num">4</b> [[separación]], [[desvío]] del marido ἡ ψυχὴ ... εἰς ἀλλοτρίωσιν ἐθίζεται de la mujer adúltera, Ph.2.201<br /><b class="num">•</b>[[abandono]], [[desvío]] esp. de Dios c. gen. obj. [[ἁμαρτία]] ἐστιν ἡ τοῦ θεοῦ ἀ. en la definición de ‘[[pecado]]’, Gr.Nyss.<i>Ref.Eun</i>.385.25, cf. Basil.M.30.589B<br /><b class="num">•</b>abs. μὴ γενηθῇς μοι ἐς ἀλλοτρίωσιν [[LXX]] <i>Ie</i>.17.17.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[tendencia foránea o extranjerizante]] ἐκαθάρισα αὐτοὺς ἀπὸ πάσης ἀ. [[LXX]] 2<i>Es</i>.23.30.<br /><b class="num">2</b> [[heterogeneidad]], [[diferencia]] op. [[ταὐτότης]] Chrys.M.59.93, ἀ. τῆς φύσεως Basil.M.29.661A<br /><b class="num">3</b> [[alteración]], [[deterioro]] τῆς κατὰ φύσιν μορφῆς ἀ. Gr.Nyss.<i>Maced</i>.102.9<br /><b class="num">•</b>medic. [[desvitalización]] τὸν τῆς ἀ. κίνδυνον Aët.13.3.<br /><b class="num">III</b> de propiedades [[enajenación]], [[venta]], <i>BGU</i> 464.1 (II a.C.). | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>c. gen. de cosa [[rechazo]], [[no aceptación]], [[renuncia]] τῆς ξυμμαχίας διδομένης οὐχ ὁμοία ἡ ἀ. Th.1.35<br /><b class="num">•</b>en lit. crist. τῶν περισπασμῶν Basil.M.31.920C, τῶν κακῶν Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.28.23, cf. ἀπὸ τῆς ζωῆς Basil.M.29.612C.<br /><b class="num">2</b> en fil. heleníst. [[rechazo]], [[repulsión]], [[repugnancia]] natural, [[op.]] [[οἰκείωσις]]: μίαν οἰκείωσιν εἶναι φύσει πρὸς ἡδονὴν ἢ ἀλλοτρίωσιν πρὸς πόνον Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.54.30, cf. Gal.5.459, πρὸς αὐτάς (τὰς ἡδονάς) Ph.1.267, οἰκειώσεως πάσης καὶ ἀ. ἀρχὴ τὸ αἰσθάνεσθαι Porph.<i>Abst</i>.3.19.<br /><b class="num">3</b> [[hostilidad]], [[aversión]] c. εἰς: ἐς τὸν Καίσαρα ἀλλοτρίωσιν App.<i>BC</i> 3.13, μὴ ... ἐς φανερὰν αὐτοὺς ἀλλοτρίωσιν προαγάγῃ D.C.40.21<br /><b class="num">•</b>c. gen. obj. Ρομπήιος ... ἐς ἀλλοτρίωσιν ὑπήγετο τοῦ Μηνοδώρου App.<i>BC</i> 5.78, ἡ δὲ ἀ. τοῦ κοινοῦ γένους ἀδικίαν ἐμποιεῖ Iambl.<i>VP</i> 168, Poll.3.64.<br /><b class="num">4</b> [[separación]], [[desvío]] del marido ἡ ψυχὴ ... εἰς ἀλλοτρίωσιν ἐθίζεται de la mujer adúltera, Ph.2.201<br /><b class="num">•</b>[[abandono]], [[desvío]] esp. de Dios c. gen. obj. [[ἁμαρτία]] ἐστιν ἡ τοῦ θεοῦ ἀ. en la definición de ‘[[pecado]]’, Gr.Nyss.<i>Ref.Eun</i>.385.25, cf. Basil.M.30.589B<br /><b class="num">•</b>abs. μὴ γενηθῇς μοι ἐς ἀλλοτρίωσιν [[LXX]] <i>Ie</i>.17.17.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[tendencia foránea o extranjerizante]] ἐκαθάρισα αὐτοὺς ἀπὸ πάσης ἀ. [[LXX]] 2<i>Es</i>.23.30.<br /><b class="num">2</b> [[heterogeneidad]], [[diferencia]] op. [[ταὐτότης]] Chrys.M.59.93, ἀ. τῆς φύσεως Basil.M.29.661A<br /><b class="num">3</b> [[alteración]], [[deterioro]] τῆς κατὰ φύσιν μορφῆς ἀ. Gr.Nyss.<i>Maced</i>.102.9<br /><b class="num">•</b>medic. [[desvitalización]] τὸν τῆς ἀ. κίνδυνον Aët.13.3.<br /><b class="num">III</b> de propiedades [[enajenación]], [[venta]], <i>BGU</i> 464.1 (II a.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:25, 27 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, estrangement, Phld.D.3Fr.1; aversion, πρὸς πόνον Gal.5.459; τινός from one, App.BC5.78; τινὸς εἴς τινα 3.13; opp. οἰκείωσις, Porph.Abst.3.19; τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἀ. Th.1.35:—Medic., loss of substance, mortification, Aët.13.3.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1c. gen. de cosa rechazo, no aceptación, renuncia τῆς ξυμμαχίας διδομένης οὐχ ὁμοία ἡ ἀ. Th.1.35
•en lit. crist. τῶν περισπασμῶν Basil.M.31.920C, τῶν κακῶν Gr.Nyss.Hom.in Cant.28.23, cf. ἀπὸ τῆς ζωῆς Basil.M.29.612C.
2 en fil. heleníst. rechazo, repulsión, repugnancia natural, op. οἰκείωσις: μίαν οἰκείωσιν εἶναι φύσει πρὸς ἡδονὴν ἢ ἀλλοτρίωσιν πρὸς πόνον Chrysipp.Stoic.3.54.30, cf. Gal.5.459, πρὸς αὐτάς (τὰς ἡδονάς) Ph.1.267, οἰκειώσεως πάσης καὶ ἀ. ἀρχὴ τὸ αἰσθάνεσθαι Porph.Abst.3.19.
3 hostilidad, aversión c. εἰς: ἐς τὸν Καίσαρα ἀλλοτρίωσιν App.BC 3.13, μὴ ... ἐς φανερὰν αὐτοὺς ἀλλοτρίωσιν προαγάγῃ D.C.40.21
•c. gen. obj. Ρομπήιος ... ἐς ἀλλοτρίωσιν ὑπήγετο τοῦ Μηνοδώρου App.BC 5.78, ἡ δὲ ἀ. τοῦ κοινοῦ γένους ἀδικίαν ἐμποιεῖ Iambl.VP 168, Poll.3.64.
4 separación, desvío del marido ἡ ψυχὴ ... εἰς ἀλλοτρίωσιν ἐθίζεται de la mujer adúltera, Ph.2.201
•abandono, desvío esp. de Dios c. gen. obj. ἁμαρτία ἐστιν ἡ τοῦ θεοῦ ἀ. en la definición de ‘pecado’, Gr.Nyss.Ref.Eun.385.25, cf. Basil.M.30.589B
•abs. μὴ γενηθῇς μοι ἐς ἀλλοτρίωσιν LXX Ie.17.17.
II 1tendencia foránea o extranjerizante ἐκαθάρισα αὐτοὺς ἀπὸ πάσης ἀ. LXX 2Es.23.30.
2 heterogeneidad, diferencia op. ταὐτότης Chrys.M.59.93, ἀ. τῆς φύσεως Basil.M.29.661A
3 alteración, deterioro τῆς κατὰ φύσιν μορφῆς ἀ. Gr.Nyss.Maced.102.9
•medic. desvitalización τὸν τῆς ἀ. κίνδυνον Aët.13.3.
III de propiedades enajenación, venta, BGU 464.1 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, Entfremdung, a) Veräußerung an Fremde, Thuc. 1, 35, Schol. στέρησις. – b) Abneigung, πρός τινα, App. B. C. 3, 13 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 hostilité ; εἴς τινα, à l'égard de qqn;
2 séparation LSJ.
Étymologie: ἀλλοτριόω.
Greek Monotonic
ἀλλοτρίωσις: -εως, ἡ, αποξένωση, αλλοτρίωση, τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἄλλ., η απώλειά της, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοτρίωσις: εως ἡ отчуждение или отпадение Thuc.
Middle Liddell
[from ἀλλοτριόω
estrangement, τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἀλλ. its estrangement, its loss, Thuc.