ἀμφικέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0139.png Seite 139]] zweiköpfig, [[κλίνη]], VLL., ein Lager, das auf beiden Enden Kopfkissen hat, bei Eubul. Ath. 449 e (v. 10) κλίνῃ ἀμφικέφαλλος, s. [[ἀμφικνέφαλος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0139.png Seite 139]] zweiköpfig, [[κλίνη]], VLL., ein Lager, das auf beiden Enden Kopfkissen hat, bei Eubul. Ath. 449 e (v. 10) κλίνῃ ἀμφικέφαλλος, s. [[ἀμφικνέφαλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφικέφᾰλος:''' [[двуглавый]]: σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον Arst. двуглавая часть ноги, т. е. бедренная кость ([[μηρός]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφικέφαλος]], -ον (ΑΜ) [[κεφαλή]]<br />[[δικέφαλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο θέσεις για το [[κεφάλι]], όπως το [[ανάκλιντρο]]<br /><b>2.</b> (για [[κρεβάτι]]) αυτό που έχει [[προσκέφαλο]] και στις δύο πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν ([[επειδή]] έχει εξογκώσεις στα δύο [[άκρα]] του).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]].
|mltxt=[[ἀμφικέφαλος]], -ον (ΑΜ) [[κεφαλή]]<br />[[δικέφαλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο θέσεις για το [[κεφάλι]], όπως το [[ανάκλιντρο]]<br /><b>2.</b> (για [[κρεβάτι]]) αυτό που έχει [[προσκέφαλο]] και στις δύο πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν ([[επειδή]] έχει εξογκώσεις στα δύο [[άκρα]] του).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφικέφᾰλος:''' [[двуглавый]]: σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον Arst. двуглавая часть ноги, т. е. бедренная кость ([[μηρός]]).
}}
}}

Revision as of 17:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικέφᾰλος Medium diacritics: ἀμφικέφαλος Low diacritics: αμφικέφαλος Capitals: ΑΜΦΙΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: amphiképhalos Transliteration B: amphikephalos Transliteration C: amfikefalos Beta Code: a)mfike/falos

English (LSJ)

ον, A two-headed, Eub.107.10 (in poet. form ἀμφικέφαλλος); of the ἀμφίσβαινα, Gal.14.243; σκέλους τὸ ἀ., i.e. the thighbone, Arist.HA404a5. II of a couch, having two places for the head, i.e. two ends, κλίνη IG1.277d (-κνέφαλλος wrongly cited by Poll.10.36).

Spanish (DGE)

(ἀμφικέφᾰλος) -ον
• Grafía: graf. ἀμφικνέφαλος Synes.Ep.3, ἀμφικνέφαλλος Poll.10.36, poét. ἀμφικέφαλλος Eub.107.10 (cj.)
• Morfología: [fem. -κεφάλη (graf. -λλη) SEG 29.146.5 (Atenas IV a.C.)]
1 bicéfalo, de dos cabezas de animales fabulosos, Eub.l.c., Gal.14.243.
2 de dos apófisis del fémur, Arist.HA 494a5.
3 con dos cabeceras κλίνη IG 12.330.7, Pl.Com.34, SEG l.c., Poll.l.c., Synes.l.c., Hsch.

German (Pape)

[Seite 139] zweiköpfig, κλίνη, VLL., ein Lager, das auf beiden Enden Kopfkissen hat, bei Eubul. Ath. 449 e (v. 10) κλίνῃ ἀμφικέφαλλος, s. ἀμφικνέφαλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφικέφᾰλος: двуглавый: σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον Arst. двуглавая часть ноги, т. е. бедренная кость (μηρός).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικέφᾰλος: -ον, δικέφαλος, Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 10 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ἀμφικέφαλλος)· σκέλους τό ἀμφ., ὅ ἐ. τὸ ὀστοῦν τοῦ μηροῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 5. ΙΙ. ἐπὶ ἀνακλίντρου ἔχοντος δύο θέσεις διὰ τὴν κεφαλήν, Πολυδ. 10. 36· «κλίνη ἀμφικέφαλος: ἡ ἔχουσα ἑκατέρωθεν ἀνάκλιντρον» Φωτίου Λεξ. ἐν λ. κλίνη· ἀμφ. καθέδρα Συνέσ. 158C (πρβλ. ἀμφικνέφαλλος).

Greek Monolingual

ἀμφικέφαλος, -ον (ΑΜ) κεφαλή
δικέφαλος
μσν.
1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο
2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές
αρχ.
φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει εξογκώσεις στα δύο άκρα του).
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀμφι- + -κέφαλος < κεφαλή.