ἀνερμήνευτος: Difference between revisions
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0226.png Seite 226]] unerklärt, unerklärlich, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0226.png Seite 226]] unerklärt, unerklärlich, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνερμήνευτος:''' [[необъяснимый]] (τινι Sext.; [[varia lectio|v.l.]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνερμήνευτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ερμηνευθεί ή δεν επιδέχεται [[ερμηνεία]], [[ανεξήγητος]]<br /><b>2.</b> [[ανέκφραστος]], [[απερίγραπτος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνερμήνευτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ερμηνευθεί ή δεν επιδέχεται [[ερμηνεία]], [[ανεξήγητος]]<br /><b>2.</b> [[ανέκφραστος]], [[απερίγραπτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A with none to interpret, E.Hyps.Fr.1 iv18. II inexplicable, indescribable, τῷ πέλας S.E.M.7.65; ὀδύνη Aristaenet. 2.5.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no es comprendido, ἄπολις ἀνερμήνευτος sin patria, sin nadie que le comprenda E.Fr.1.4.18 Bond.
2 indescifrable ὁ λόγος Corp.Herm.16.2
•del ser imposible de explicar τῷ πέλας Gorg.B 3, ὀδύνη Aristaenet.2.5.19
•incomprensible, sin interpretación de una palabra, Eust.1793.16
•neutr. adv. ἀνερμήνευτα inexplicablemente τί χρῆμ' ἀ. δυσθυμῇ; ¿por qué tan inexplicablemente estás lleno de desánimo? E.Io 255.
II adv. -ως inexplicablemente γεννηθῆναι Cyr.S.V.Euthym.26.
German (Pape)
[Seite 226] unerklärt, unerklärlich, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀνερμήνευτος: необъяснимый (τινι Sext.; v.l. Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερμήνευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἑρμηνεύσῃ, ἀνεξήγητος, ἀπερίγραπτος, τῷ πέλας Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 66· ὀδύνη Ἀρισταίν. 2. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνερμήνευτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ερμηνευθεί ή δεν επιδέχεται ερμηνεία, ανεξήγητος
2. ανέκφραστος, απερίγραπτος.