ἀπειλητήριος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] drohend, λόγοι Her. 8, 112.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] drohend, λόγοι Her. 8, 112.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />menaçant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπειλητήρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπειλητήριος''': -α, -ον, ὁ, [[ἀπειλητικός]], «φοβεριστικός», [[λόγος]] Ἡρόδ. 8. 112.
|lstext='''ἀπειλητήριος''': -α, -ον, ὁ, [[ἀπειλητικός]], «φοβεριστικός», [[λόγος]] Ἡρόδ. 8. 112.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />menaçant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπειλητήρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειλητήριος Medium diacritics: ἀπειλητήριος Low diacritics: απειλητήριος Capitals: ΑΠΕΙΛΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: apeilētḗrios Transliteration B: apeilētērios Transliteration C: apeilitirios Beta Code: a)peilhth/rios

English (LSJ)

α, ον, of or for threatening, λόγοι Hdt.8.112.

Spanish (DGE)

-α, -ον amenazador λόγος Hdt.8.112.

German (Pape)

[Seite 283] drohend, λόγοι Her. 8, 112.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
menaçant.
Étymologie: ἀπειλητήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειλητήριος: -α, -ον, ὁ, ἀπειλητικός, «φοβεριστικός», λόγος Ἡρόδ. 8. 112.

Greek Monolingual

ἀπειλητήριος, -α, -ον (Α)
αυτός που απειλεί, απειλητικός.

Greek Monotonic

ἀπειλητήριος: -α, -ον (ἀπειλέω), απειλητικός, αυτός που στοχεύει στο να εκφοβίσει, να φοβερίσει, λόγοι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειλητήριος: грозящий, угрожающий (λόγοι Her.).

Middle Liddell

ἀπειλέω
of or for threatening, λόγοι Hdt.