ἀποστομίζω: Difference between revisions
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apostomizo | |Transliteration C=apostomizo | ||
|Beta Code=a)postomi/zw | |Beta Code=a)postomi/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[deprive of an edge]], πέλεκυς ἀπεστομισμένος Philostr.''Im.''2.17.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀποστοματίζω]] ([[interrogate]], [[catechize]]) ''ΙΙ'', [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">III</span> = [[φιμόω]] ([[muzzle]], [[put to silence]]), Id. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
A deprive of an edge, πέλεκυς ἀπεστομισμένος Philostr.Im.2.17.
II = ἀποστοματίζω (interrogate, catechize) ΙΙ, Hsch.
III = φιμόω (muzzle, put to silence), Id.
Spanish (DGE)
I saber de memoria ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν παλαιὰν διαθήκην Origenes M.12.824B.
II 1embotar, reducir el filo en v. pas. (πέλεκυν) ἀπεστομισμένον ὑπὸ τοῦ πλήττειν Philostr.Im.2.17.
2 fig. reducir al silencio τῶν Ἑλλήνων τοὺς φιλοσόφους H.Mon.20.15, τὸν διδάσκαλον περὶ τοῦ πρώτου γράμματος Eu.Thom.A 6.3 (p.145), en v. med. ἀπεστομίσατο ... ἡμᾶς PMasp.9re.13 (VI d.C.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 327] der Schneide berauben, abstumpfen, Philostr. Imagg. 2, 17 πέλεκυς ἀπεστοματισμένος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστομίζω: (στόμα) ἀμβλύνω τὴν ἀκμήν, τὸν «αἰθέρα» ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, κτλ., Φιλόστρ. Εἰκ. 2. 17, 11. 2) ἀποστομώνω, κάμνω τι νὰ νὰ μὴ δύνηται ν’ ἀποκριθῇ, μεταγεν.
Greek Monolingual
ἀποστομίζω (AM)
αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει
αρχ.
αμβλύνω την κόψη μαχαιριού ή όπλου.