ἁλοσάχνη: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ἡ, eigtl. Meerschaum, eine Thierpflanze, zum Geschlecht der ἁλκυόνεια, Arist. H. A. 9, 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ἡ, eigtl. Meerschaum, eine Thierpflanze, zum Geschlecht der ἁλκυόνεια, Arist. H. A. 9, 14. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλοσάχνη:''' ἡ «[[морская пена]]» (вид морской водоросли) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἁλοσάχνη]]<br />Ν και [[αλισάχνη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άχνη]] αλατιού, [[λεπτό]] [[στρώμα]] από [[αλάτι]] που παραμένει [[επάνω]] στο [[πρόσωπο]] ή στο [[έδαφος]] ύστερα από την [[εξάτμιση]] του θαλασσινού νερού<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλὸς]] [[ἄχνη]]<br />α) «ἀφρῶδες [[ἐπάνθισμα]] τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών)<br />β) [[αφρός]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>, -<i>ός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄχνη]]. Ο τ. [[ἁλισάχνη]] [[κατά]] τα [[πολλά]] ονόματα με α΄ συνθετικό ἁλι-. (Για το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ι</i> [[αντί]] του -<i>ο</i>- [[πρβλ]]. και <i>κακιποδιά</i> [[αντί]] <i>κακοποδιά</i>, <i>κωλισαύρα</i> [[αντί]] [[κωλοσαύρα]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλοσαχνιάζω]]]. | |mltxt=η (Α [[ἁλοσάχνη]]<br />Ν και [[αλισάχνη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άχνη]] αλατιού, [[λεπτό]] [[στρώμα]] από [[αλάτι]] που παραμένει [[επάνω]] στο [[πρόσωπο]] ή στο [[έδαφος]] ύστερα από την [[εξάτμιση]] του θαλασσινού νερού<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλὸς]] [[ἄχνη]]<br />α) «ἀφρῶδες [[ἐπάνθισμα]] τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών)<br />β) [[αφρός]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>, -<i>ός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄχνη]]. Ο τ. [[ἁλισάχνη]] [[κατά]] τα [[πολλά]] ονόματα με α΄ συνθετικό ἁλι-. (Για το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ι</i> [[αντί]] του -<i>ο</i>- [[πρβλ]]. και <i>κακιποδιά</i> [[αντί]] <i>κακοποδιά</i>, <i>κωλισαύρα</i> [[αντί]] [[κωλοσαύρα]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλοσαχνιάζω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, lit. sea foam, a zoophyte of the class ἀλκυόνεια, Arist.HA616a20, Thphr. Od.35.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
espuma de mar Arist.HA 616a28, usado en medic. Thphr.Od.35.
German (Pape)
[Seite 109] ἡ, eigtl. Meerschaum, eine Thierpflanze, zum Geschlecht der ἁλκυόνεια, Arist. H. A. 9, 14.
Russian (Dvoretsky)
ἁλοσάχνη: ἡ «морская пена» (вид морской водоросли) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλοσάχνη: ἡ, (ἁλὸς ἄχνη, «θαλάσσης ἀφρός», Ἡσύχ.), ζῳόφυτον ἐκ τοῦ γένους τῶν ἀλκυονείων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9.14, 2.
Greek Monolingual
η (Α ἁλοσάχνη
Ν και αλισάχνη)
νεοελλ.
άχνη αλατιού, λεπτό στρώμα από αλάτι που παραμένει επάνω στο πρόσωπο ή στο έδαφος ύστερα από την εξάτμιση του θαλασσινού νερού
αρχ.
ἁλὸς ἄχνη
α) «ἀφρῶδες ἐπάνθισμα τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών)
β) αφρός της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς, -ός + ἄχνη. Ο τ. ἁλισάχνη κατά τα πολλά ονόματα με α΄ συνθετικό ἁλι-. (Για το συνδετικό φωνήεν -ι αντί του -ο- πρβλ. και κακιποδιά αντί κακοποδιά, κωλισαύρα αντί κωλοσαύρα κ.λπ.).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλοσαχνιάζω].