ἐκκαθαρίζω: Difference between revisions
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ξεκαθαρίζω]] (AM [[ἐκκαθαρίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαλλάσσω]] [[κάτι]] απ' ό,τι περιττό ή άχρηστο<br /><b>2.</b> (για [[υπηρεσία]], [[οργάνωση]] <b>κ.λπ.</b>) [[απαλλάσσω]] από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν<br /><b>3.</b> (για [[υπόθεση]]) [[αποσαφηνίζω]] («το [[ζήτημα]] ξεκαθάρισε»)<br /><b>4.</b> (για λογαριασμό) [[τακτοποιώ]], [[βρίσκω]] το πιστωτικό ή χρεωστικό [[υπόλοιπο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> (<i>ἐ</i>)<i>ξεκαθάρισε</i><br />βγαίνει ασφαλές [[συμπέρασμα]] ότι... || <b>αρχ.-μσν.</b> [[εκκαθαίρω]]. | |mltxt=και [[ξεκαθαρίζω]] (AM [[ἐκκαθαρίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαλλάσσω]] [[κάτι]] απ' ό,τι περιττό ή άχρηστο<br /><b>2.</b> (για [[υπηρεσία]], [[οργάνωση]] <b>κ.λπ.</b>) [[απαλλάσσω]] από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν<br /><b>3.</b> (για [[υπόθεση]]) [[αποσαφηνίζω]] («το [[ζήτημα]] ξεκαθάρισε»)<br /><b>4.</b> (για λογαριασμό) [[τακτοποιώ]], [[βρίσκω]] το πιστωτικό ή χρεωστικό [[υπόλοιπο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> (<i>ἐ</i>)<i>ξεκαθάρισε</i><br />βγαίνει ασφαλές [[συμπέρασμα]] ότι... || <b>αρχ.-μσν.</b> [[εκκαθαίρω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ἐκκαθαίρω]], <i>[[LXX]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
= ἐκκαθαίρω (cleanse out, clear out, polish up, clear off, clear away), LXX De. 32.43.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): lat. excatarisso Petron.67.10
I gener. limpiar totalmente τὸ πρόσωπον ... μεμολυσμένον Ath.686d
•hacer limpia, apurar, excatarissasti me, me dejaste limpio de dinero, Petron.l.c., τὸν ἀμητὸν αὑτῶν καὶ τὴν ὁδόν de hormigas Phys.B 255.4.
II relig.
1 purificar c. ac. de lugar τὴν γῆν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ LXX De.32.43.
2 limpiar, eliminar c. ac. de la impureza quitada πονηρίαν LXX Id.20.13B.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαθαρίζω: τῷ προηγ., Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 43).
Greek Monolingual
και ξεκαθαρίζω (AM ἐκκαθαρίζω)
νεοελλ.
1. απαλλάσσω κάτι απ' ό,τι περιττό ή άχρηστο
2. (για υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ.) απαλλάσσω από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν
3. (για υπόθεση) αποσαφηνίζω («το ζήτημα ξεκαθάρισε»)
4. (για λογαριασμό) τακτοποιώ, βρίσκω το πιστωτικό ή χρεωστικό υπόλοιπο
5. φρ. (ἐ)ξεκαθάρισε
βγαίνει ασφαλές συμπέρασμα ότι...