ἄνορχος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] ([[ὄρχις]]), ohne Hoden, verschnitten, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] ([[ὄρχις]]), ohne Hoden, verschnitten, Hippocr.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνορχος:''' (с плодами) без косточек ([[φοῖνιξ]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. άνορχις (-εως)<br />ο (Α [[ἄνορχος]], -ον) αυτός που πάσχει από [[ανορχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ευνουχισμένος<br /><b>2.</b> (για τους φοίνικες) ο [[χωρίς]] πυρήνες.
|mltxt=κ. άνορχις (-εως)<br />ο (Α [[ἄνορχος]], -ον) αυτός που πάσχει από [[ανορχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ευνουχισμένος<br /><b>2.</b> (για τους φοίνικες) ο [[χωρίς]] πυρήνες.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνορχος:''' (с плодами) без косточек ([[φοῖνιξ]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 18:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνορχος Medium diacritics: ἄνορχος Low diacritics: άνορχος Capitals: ΑΝΟΡΧΟΣ
Transliteration A: ánorchos Transliteration B: anorchos Transliteration C: anorchos Beta Code: a)/norxos

English (LSJ)

ον, A without testicles, i.e. castrated, Hp.Vict.2.49. II without stones, φοίνικες. Arist.Fr.267.

Spanish (DGE)

-ον
1 castrado de anim. Hp.Vict.2.49.
2 que no tiene hueso φοίνικες Arist.Fr.267.

German (Pape)

[Seite 241] (ὄρχις), ohne Hoden, verschnitten, Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

ἄνορχος: (с плодами) без косточек (φοῖνιξ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄνορχος: -ον, ὁ ἄνευ ὄρχεων, Ἱππ. 358. 24. ΙΙ. ὁ ἄνευ πυρήνων, «φοινίκων ἀνόρχων, οὕς τινες ἀνόρχους κακοῦσιν, οἱ δὲ ἀπυρήνους» Ἀριστ. Ἀποσπ. 250.

Greek Monolingual

κ. άνορχις (-εως)
ο (Α ἄνορχος, -ον) αυτός που πάσχει από ανορχία
αρχ.
1. ο ευνουχισμένος
2. (για τους φοίνικες) ο χωρίς πυρήνες.