εξωνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξωνοῦμαι]], [[ἐξωνέομαι]])<br />[[εξαγοράζω]], [[διαφθείρω]] με χρήματα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αγοράζω]] («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους»)<br /><b>2.</b> [[εξαγοράζω]], [[απελευθερώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]»].
|mltxt=(AM [[ἐξωνοῦμαι]], [[ἐξωνέομαι]])<br />[[εξαγοράζω]], [[διαφθείρω]] με χρήματα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αγοράζω]] («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους»)<br /><b>2.</b> [[εξαγοράζω]], [[απελευθερώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξωνέομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[покупать]], [[приобретать]] (τὰς καλλιστεούσας παρθένους Her.): ὁ ἐξωνούμενος Aeschin. покупатель, приобретатель;<br /><b class="num">2)</b> [[выкупать]] (χρημάτων τοὺς συνειλημμένους Arst.): χρήμασι τοὺς κινδύνους ἐ. Lys. откупиться деньгами от опасностей;<br /><b class="num">3)</b> [[искупать]] (ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξωνέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[εξαγοράζω]], [[απολυτρώνω]]· γενικά, [[αγοράζω]], σε Ηρόδ., Αισχίν.
|lsmtext='''ἐξωνέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[εξαγοράζω]], [[απολυτρώνω]]· γενικά, [[αγοράζω]], σε Ηρόδ., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξωνέομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[покупать]], [[приобретать]] (τὰς καλλιστεούσας παρθένους Her.): ὁ ἐξωνούμενος Aeschin. покупатель, приобретатель;<br /><b class="num">2)</b> [[выкупать]] (χρημάτων τοὺς συνειλημμένους Arst.): χρήμασι τοὺς κινδύνους ἐ. Lys. откупиться деньгами от опасностей;<br /><b class="num">3)</b> [[искупать]] (ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to buy off, [[redeem]]:—[[generally]], to buy, Hdt., Aeschin.
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to buy off, [[redeem]]:—[[generally]], to buy, Hdt., Aeschin.
}}
}}

Revision as of 13:05, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 891] (s. ὠνέομαι), aus-, abkaufen, Aesch. 3, 66; χρήμασι τοὺς κινδύνους Lys. 24, 17; ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς Arist. pol. 5, 11; von Gefangenen, Oec. 2, 33; ἐξωνήσατο παρὰ τῶν γονέων μὴ ἀπαχθῆναι, daß er nicht abgeführt würde, Luc. mort. Peregr. 9. – Das act. findet sich in Schol.

French (Bailly abrégé)

ἐξωνοῦμαι;
1 acheter : ὁ ἐξωνούμενος ESCHN l'acheteur, l'acquéreur;
2 racheter : χρήμασι τοὺς κινδύνους LYS se soustraire aux périls à prix d'argent ; παρά τινος μή avec l'inf. obtenir de qqn à prix d'argent qu’on ne….
Étymologie: ἐξ, ὠνέομαι.

Greek Monolingual

(AM ἐξωνοῦμαι, ἐξωνέομαι)
εξαγοράζω, διαφθείρω με χρήματα
αρχ.-μσν.
1. αγοράζω («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους»)
2. εξαγοράζω, απελευθερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ωνούμαι «αγοράζω»].

Russian (Dvoretsky)

ἐξωνέομαι:
1) покупать, приобретать (τὰς καλλιστεούσας παρθένους Her.): ὁ ἐξωνούμενος Aeschin. покупатель, приобретатель;
2) выкупать (χρημάτων τοὺς συνειλημμένους Arst.): χρήμασι τοὺς κινδύνους ἐ. Lys. откупиться деньгами от опасностей;
3) искупать (ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξωνέομαι: Ἀποθ., ἐξαγοράζω, ἀπολυτρώνω, μετὰ γεν. ἢ δοτ. τοῦ διδομένου πρὸς ἀπολύτρωσιν, χρημάτων ἐξεωνοῦντο τοὺς σηνειλημμένους Ἀριστ. Οἰκ. 2, 33· οἱ μὲν γὰρ πλούσιοι τοῖς χρήμασιν ἐξωνοῦνται τοὺς κινδύνους Λυσ. 24. 17· τὰς δοκούσας ἀτιμίας ἐξωνεῖσθαι μείζοσι τιμαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11. 29· εἶτα μειράκιόν τι διαφθείρας... τρισχιλίων ἐξωνήσατο παρὰ τῶν γονέων τοῦ παιδός... μὴ ἐπὶ τὸν ἁρμοστὴν ἀπαχθῆναι τῆς Ἀσίας Λουκ. περὶ Περεγρ. Τελευτ. 9. 2) καθόλου, ἀγοράζω, Ἡρόδ. 1. 196· ὁ ἐξωνούμενος, ὁ ἀγοραστής, Αἰσχίν. 63. 7· - διαφθείρω διὰ χρημάτων, «ἀγοράζω», ὡς λέγομεν νῦν, δωροδοκῶ, Παυσ. 4. 17. - Πρβλ. ἐκπρίασθαι.

Greek Monotonic

ἐξωνέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εξαγοράζω, απολυτρώνω· γενικά, αγοράζω, σε Ηρόδ., Αισχίν.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to buy off, redeem:—generally, to buy, Hdt., Aeschin.