θυσανόεις: Difference between revisions
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>épq.</i> [[θυσσανόεις]];<br />όεσσα, όεν;<br />garni de franges.<br />'''Étymologie:''' [[θύσανος]]. | |btext=<i>épq.</i> [[θυσσανόεις]];<br />όεσσα, όεν;<br />garni de franges.<br />'''Étymologie:''' [[θύσανος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῠσᾰνόεις:''' эп. θυσσᾰνόεις, όεσσα, όεν снабженный кистями или украшенный бахромой ([[αἰγίς]], [[ἀσπίς]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῠσανόεις:''' Επικ. [[θυσσανόεις]], -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την [[αιγίδα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''θῠσανόεις:''' Επικ. [[θυσσανόεις]], -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την [[αιγίδα]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />tasseled, [[fringed]], of the [[aegis]], Il. [from θῠ́σᾰνος] | |mdlsjtxt=<br />tasseled, [[fringed]], of the [[aegis]], Il. [from θῠ́σᾰνος] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:43, 3 October 2022
English (LSJ)
Ep. θυσσανόεις, εσσα, εν, tasseled, fringed, Hom. (only in Il.), αἰγίδα θυσσανόεσσαν 15.229, 17.593, al.; ἀσπίδα (v.l. αἰγίδα) θ. 21.400.
German (Pape)
[Seite 1228] εσσα, εν, ep. nur θυσσανόεσσα, mit Troddeln u. Quasten versehen, Hom. θυσσανόεσσα αἰγίς Il. 15, 229. 17, 593 u. öfter, ἀσπίς 21, 400.
French (Bailly abrégé)
épq. θυσσανόεις;
όεσσα, όεν;
garni de franges.
Étymologie: θύσανος.
Russian (Dvoretsky)
θῠσᾰνόεις: эп. θυσσᾰνόεις, όεσσα, όεν снабженный кистями или украшенный бахромой (αἰγίς, ἀσπίς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
θῠσανόεις: Ἐπικ. θυσσανόεις, εσσα, εν, μετὰ θυσάνων, κροσσωτός, Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· αἰγίδα θυσσανόεσσαν Ο. 229· Ρ. 593, κτλ.· ἀσπίδα θ. Φ. 400.
English (Autenrieth)
εσσα (θύσανος): tasselled, many-tasselled, of the aegis. (Il.)
Greek Monolingual
θυσανόεις και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αιματόεις, αστερόεις)].
Greek Monotonic
θῠσανόεις: Επικ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.