θυσανόεις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[θυσσανόεις]];<br />όεσσα, όεν;<br />garni de franges.<br />'''Étymologie:''' [[θύσανος]].
|btext=<i>épq.</i> [[θυσσανόεις]];<br />όεσσα, όεν;<br />garni de franges.<br />'''Étymologie:''' [[θύσανος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῠσᾰνόεις:''' эп. θυσσᾰνόεις, όεσσα, όεν снабженный кистями или украшенный бахромой ([[αἰγίς]], [[ἀσπίς]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠσανόεις:''' Επικ. [[θυσσανόεις]], -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την [[αιγίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''θῠσανόεις:''' Επικ. [[θυσσανόεις]], -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την [[αιγίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠσᾰνόεις:''' эп. θυσσᾰνόεις, όεσσα, όεν снабженный кистями или украшенный бахромой ([[αἰγίς]], [[ἀσπίς]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />tasseled, [[fringed]], of the [[aegis]], Il. [from θῠ́σᾰνος]
|mdlsjtxt=<br />tasseled, [[fringed]], of the [[aegis]], Il. [from θῠ́σᾰνος]
}}
}}

Revision as of 13:43, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσᾰνόεις Medium diacritics: θυσανόεις Low diacritics: θυσανόεις Capitals: ΘΥΣΑΝΟΕΙΣ
Transliteration A: thysanóeis Transliteration B: thysanoeis Transliteration C: thysanoeis Beta Code: qusano/eis

English (LSJ)

Ep. θυσσανόεις, εσσα, εν, tasseled, fringed, Hom. (only in Il.), αἰγίδα θυσσανόεσσαν 15.229, 17.593, al.; ἀσπίδα (v.l. αἰγίδα) θ. 21.400.

German (Pape)

[Seite 1228] εσσα, εν, ep. nur θυσσανόεσσα, mit Troddeln u. Quasten versehen, Hom. θυσσανόεσσα αἰγίς Il. 15, 229. 17, 593 u. öfter, ἀσπίς 21, 400.

French (Bailly abrégé)

épq. θυσσανόεις;
όεσσα, όεν;
garni de franges.
Étymologie: θύσανος.

Russian (Dvoretsky)

θῠσᾰνόεις: эп. θυσσᾰνόεις, όεσσα, όεν снабженный кистями или украшенный бахромой (αἰγίς, ἀσπίς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠσανόεις: Ἐπικ. θυσσανόεις, εσσα, εν, μετὰ θυσάνων, κροσσωτός, Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· αἰγίδα θυσσανόεσσαν Ο. 229· Ρ. 593, κτλ.· ἀσπίδα θ. Φ. 400.

English (Autenrieth)

εσσα (θύσανος): tasselled, many-tasselled, of the aegis. (Il.)

Greek Monolingual

θυσανόεις και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αιματόεις, αστερόεις)].

Greek Monotonic

θῠσανόεις: Επικ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


tasseled, fringed, of the aegis, Il. [from θῠ́σᾰνος]