Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δεινόπους: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν, <i>gén</i>. -ποδος<br />aux pieds terribles, <i>càd</i> à la marche terrible (l'Imprécation).<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν, <i>gén</i>. -ποδος<br />aux pieds terribles, <i>càd</i> à la marche terrible (l'Imprécation).<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]], [[πούς]].
}}
{{elnl
|elnltext=δεινόπους -ουν, gen. -ποδος [δεινός, πούς] met vervaarlijke voet:. δεινόπους ἀρά een vervloeking met vervaarlijke voet Soph. OT 418.
}}
{{elru
|elrutext='''δεινόπους:''' 2, gen. ποδος со страшными ногами, т. е. неотступно преследующий, беспощадный (Ἀρά Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεινόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, [[ικανός]] στα πόδια· <i>Ἀρὰ δ</i>. (σαν να ήταν κυνηγετικό [[σκυλί]] που καταδιώκει τα χνάρια του θηράματός του), σε Σοφ.
|lsmtext='''δεινόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, [[ικανός]] στα πόδια· <i>Ἀρὰ δ</i>. (σαν να ήταν κυνηγετικό [[σκυλί]] που καταδιώκει τα χνάρια του θηράματός του), σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=δεινόπους -ουν, gen. -ποδος [δεινός, πούς] met vervaarlijke voet:. δεινόπους ἀρά een vervloeking met vervaarlijke voet Soph. OT 418.
}}
{{elru
|elrutext='''δεινόπους:''' 2, gen. ποδος со страшными ногами, т. е. неотступно преследующий, беспощадный (Ἀρά Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[terrible]] of [[foot]], Ἀρὰ δ. (as if she was a [[hound]] [[upon]] the [[track]]), Soph.
|mdlsjtxt=<br />[[terrible]] of [[foot]], Ἀρὰ δ. (as if she was a [[hound]] [[upon]] the [[track]]), Soph.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινόπους Medium diacritics: δεινόπους Low diacritics: δεινόπους Capitals: ΔΕΙΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: deinópous Transliteration B: deinopous Transliteration C: deinopous Beta Code: deino/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος, with terrible foot, Ἀρά (as if she were a hound upon the track), S.OT418.

Spanish (DGE)

-ποδος
de pie terrible, de caminar terrible fig. ἀρά S.OT 418.

German (Pape)

[Seite 538] οδος, mit schrecklichem Fuße, Ἀρά, die schrecklich verfolgende Rachegöttin, Soph. O. R. 418.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν, gén. -ποδος
aux pieds terribles, càd à la marche terrible (l'Imprécation).
Étymologie: δεινός, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεινόπους -ουν, gen. -ποδος [δεινός, πούς] met vervaarlijke voet:. δεινόπους ἀρά een vervloeking met vervaarlijke voet Soph. OT 418.

Russian (Dvoretsky)

δεινόπους: 2, gen. ποδος со страшными ногами, т. е. неотступно преследующий, беспощадный (Ἀρά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

δεινόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ φοβεροὺς ἔχων πόδας, Ἀρά δ., (ὡς εἰ ἦτο κύων θηρευτικὴ καταδιώκουσα τὰ ἴχνη τοῦ θύματὸς της), Σοφ. Ο. Τ. 418.

Greek Monolingual

δεινόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει τρομερά στην ταχύτητα πόδια, ο πολύ γρήγορος, («δεινόπους Ἀρά»).

Greek Monotonic

δεινόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ικανός στα πόδια· Ἀρὰ δ. (σαν να ήταν κυνηγετικό σκυλί που καταδιώκει τα χνάρια του θηράματός του), σε Σοφ.

Middle Liddell


terrible of foot, Ἀρὰ δ. (as if she was a hound upon the track), Soph.