γνωμονικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui connaît, habile à, expert en.<br />'''Étymologie:''' [[γνώμων]].
|btext=ή, όν :<br />qui connaît, habile à, expert en.<br />'''Étymologie:''' [[γνώμων]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γνωμονικός]] -ή -όν [[γνώμων]] oordeelkundig, deskundig met gen. in iets. Plat. Resp. 467c.
}}
{{elru
|elrutext='''γνωμονικός:''' <b class="num">II</b> ὁ знаток гномонов (см. [[γνώμων]] 5), т. е. астроном Anth.<br />сведущий, просвещенный ([[ἀνήρ]] Xen.; τῶν στρατειῶν Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γνωμονικός:''' -ή, -όν ([[γνώμων]] I),<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]] να εκδώσει [[γνωμάτευση]], να σχηματίσει [[κρίση]], σε Ξεν.· [[πεπειραμένος]], [[έμπειρος]] σε ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ([[γνώμων]] II), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για ηλιακά ρολόγια, σε Ανθ.
|lsmtext='''γνωμονικός:''' -ή, -όν ([[γνώμων]] I),<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]] να εκδώσει [[γνωμάτευση]], να σχηματίσει [[κρίση]], σε Ξεν.· [[πεπειραμένος]], [[έμπειρος]] σε ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ([[γνώμων]] II), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για ηλιακά ρολόγια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γνωμονικός:''' <b class="num">II</b> ὁ знаток гномонов (см. [[γνώμων]] 5), т. е. астроном Anth.<br />сведущий, просвещенный ([[ἀνήρ]] Xen.; τῶν στρατειῶν Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γνώμων]]<br /><b class="num">I.</b> ([[γνώμων]] I) fit to [[give]] [[judgment]], Xen.: experienced in a [[thing]], c. gen., Plat.<br /><b class="num">II.</b> ([[γνώμων]] II) of or for sun-dials, Anth.
|mdlsjtxt=[[γνώμων]]<br /><b class="num">I.</b> ([[γνώμων]] I) fit to [[give]] [[judgment]], Xen.: experienced in a [[thing]], c. gen., Plat.<br /><b class="num">II.</b> ([[γνώμων]] II) of or for sun-dials, Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γνωμονικός]] -ή -όν [[γνώμων]] oordeelkundig, deskundig met gen. in iets. Plat. Resp. 467c.
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωμονικός Medium diacritics: γνωμονικός Low diacritics: γνωμονικός Capitals: ΓΝΩΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: gnōmonikós Transliteration B: gnōmonikos Transliteration C: gnomonikos Beta Code: gnwmoniko/s

English (LSJ)

ή, όν, A (γνώμων 1) judging by rule, X.Mem.4.2.10; fit to judge of, skilled in a thing, τινός Pl.R.467c, Iamb.Myst. 3.27. II (γνώμων 11.2.a) of or concerning sun-dials, θεωρήματα Hipparch. 1.9.8, cf. Str.1.1.20: -κός, ὁ, expert in sun-dials, AP14.139, Gal.5.652, Procl.Hyp.5.54: ἡ -κή (sc. τέχνη), the art of making them, Vitr.1.3. Adv. -κῶς Str.2.1.35. 2 forming a γνώμων (11.2. c), τρίγωνα Iamb. in Nic.p.71 P. Adv. -κῶς ib.p.77 P.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I de pers. experto en, conocedor de c. gen. γνωμονικοὶ τῶν στρατειῶν Pl.R.467c, γνωμονικοὶ ταύτης (θείας μαντικῆς) Iambl.Myst.3.27
abs. experto, perito ἀνήρ X.Mem.4.2.10, cf. γνώμων I.
II 1propio de los relojes de sol θεωρήματα Hipparch.1.9.8, δι' ὀργάνων γνωμονικῶν ἢ διοπτρικῶν Str.2.1.35, cf. 1.1.20, 2.5.4, κατασκεύασμα Procl.Hyp.4.78.
2 geom. que forma un gnomon o escuadra (cf. γνώμων II 3) τρίγωνα Iambl.in Nic.71.
3 subst. ὁ γ. experto en relojes de sol γνωμονικῶν Διόδωρε μέγα κλέος AP 14.139 (Metrod.), cf. Gal.5.652, Procl.Hyp.4.54, SEG 36.1153 (Nicea)
ἡ γ. el arte de hacer relojes de sol Vitr.1.3.1.
III adv. -ῶς
1 de manera gnomónica, e.e. en relación con la determinación por el reloj solar ὁ ... δι' Ἀθηνῶν παράλληλος γ. ληφθείς Str.2.1.35.
2 mat. de manera que forme un gnomon (cf. γνώμων II 5) εἴτε γ. δέοι περιτιθέναι τινὶ τὴν ἐπισωρείαν τῶν ἀρτίων Iambl.in Nic.77.

German (Pape)

[Seite 498] 1) urtheilsfähig, einsichtsvoll, Xen. Mem. 4, 2, 10; τῶν στρατειῶν Plat. Rep. V, 467 c. – 2) zur Sonnenuhr gehörig; ἡ γνωμονική, Kunst, Sonnenuhren zu machen, Vitr.; vgl. Anthol. XIV, 139.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui connaît, habile à, expert en.
Étymologie: γνώμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωμονικός -ή -όν γνώμων oordeelkundig, deskundig met gen. in iets. Plat. Resp. 467c.

Russian (Dvoretsky)

γνωμονικός: II ὁ знаток гномонов (см. γνώμων 5), т. е. астроном Anth.
сведущий, просвещенный (ἀνήρ Xen.; τῶν στρατειῶν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

γνωμονικός: -ή, -όν, (γνώμων Ι) ἁρμόδιος ὅπως παράσχῃ κρίσιν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2,10· πεπειραμένος, ἔμπειρος ἔν τινι πράγματι, τινος Πλάτ. Πολ. 467C. ΙΙ. (γνώμων ΙΙ) ὁ ἀνήκων ἢ ἔμπειρος εἰς γνώμονας ἢ ἡλιακὰ ὡρολόγια, Ἀνθ. Π. 14.139· ἡ γνωμονική (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζοντος γνώμονας, Βιτρούβ. 1.3.― Ἐπίρρ. –κῶς Στράβ. 87.

Greek Monolingual

γνωμονικός, -ή, -όν (Α) γνώμων
1. αρμόδιος να γνωμοδοτεί για κάτι
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλιακά ρολόγια
3. το θηλ. ως ουσ. γνωμονική, ηγνωμονική)
η τέχνη της κατασκευής γνωμόνων, ηλιακών ρολογιών.

Greek Monotonic

γνωμονικός: -ή, -όν (γνώμων I),
I. ικανός να εκδώσει γνωμάτευση, να σχηματίσει κρίση, σε Ξεν.· πεπειραμένος, έμπειρος σε ένα πράγμα, με γεν., σε Πλάτ.
II. (γνώμων II), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για ηλιακά ρολόγια, σε Ανθ.

Middle Liddell

γνώμων
I. (γνώμων I) fit to give judgment, Xen.: experienced in a thing, c. gen., Plat.
II. (γνώμων II) of or for sun-dials, Anth.