διπάλαιστος: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />long <i>ou</i> large de deux palmes.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[παλαιστή]].
|btext=ος, ον :<br />long <i>ou</i> large de deux palmes.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[παλαιστή]].
}}
{{elru
|elrutext='''διπάλαιστος:''' [[размером в две палесты]] (ок. 15.5 см) Xen., Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διπάλαιστος:''' -ον ([[παλαιστή]]), αυτός που έχει [[πλάτος]] [[δύο]] παλάμες, σε Ξεν.
|lsmtext='''διπάλαιστος:''' -ον ([[παλαιστή]]), αυτός που έχει [[πλάτος]] [[δύο]] παλάμες, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διπάλαιστος:''' [[размером в две палесты]] (ок. 15.5 см) Xen., Polyb.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δι-πάλαιστος, ον <i>adj</i> [[παλαιστή]]<br />two palms [[broad]], Xen.
|mdlsjtxt=δι-πάλαιστος, ον <i>adj</i> [[παλαιστή]]<br />two palms [[broad]], Xen.
}}
}}

Revision as of 12:49, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐπάλαιστος Medium diacritics: διπάλαιστος Low diacritics: διπάλαιστος Capitals: ΔΙΠΑΛΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dipálaistos Transliteration B: dipalaistos Transliteration C: dipalaistos Beta Code: dipa/laistos

English (LSJ)

[πᾰ], ον, two palms broad or long, X.Cyn.2.4, Plb. 27.11.2:—also δῐπᾰλαιστιαῖος, α, ον, Heliod. ap. Orib.49.8.6, Gp. 9.10.2.

Spanish (DGE)

(δῐπάλαιστος) -ον
• Alolema(s): -πάλαστος X.Cyn.2.4, ID 1442A.47 (II a.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que mide dos palmos de largo o de ancho ἄρκυς X.l.c., βέλος Plb.27.11.2, δάδια ID l.c., φιάλη ID 1417B.2.17 (II a.C.), καυλία Dsc.3.142, μυρσίνης κλωνία Apollon. en Gal.12.859, κρίκοι ... διπάλαιστοι anillos de dos palmos de abertura D.S.18.26.
2 neutr. plu. subst. dos palmos, medida de dos palmos ἐπιθήματα (λόγχων) ... βραχὺ λείποντα διπαλαίστων D.S.5.30, cf. Thphr.HP 4.11.6, Nic.Fr.74.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long ou large de deux palmes.
Étymologie: δίς, παλαιστή.

Russian (Dvoretsky)

διπάλαιστος: размером в две палесты (ок. 15.5 см) Xen., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

διπάλαιστος: -ον, δύο παλαμῶν πλάτος ἔχων, Ξεν. Κυν. 2, 4, Πολύβ. 27. 9, 2.

Greek Monolingual

διπάλαιστος, -ον και διπαλαιστιαῖος, -α, -ον (Α)
αυτός που έχει πλάτος δύο παλαιστών, παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + παλαιστή, αιολ. τ. του παλαστή «παλάμη»].

Greek Monotonic

διπάλαιστος: -ον (παλαιστή), αυτός που έχει πλάτος δύο παλάμες, σε Ξεν.

Middle Liddell

δι-πάλαιστος, ον adj παλαιστή
two palms broad, Xen.