δεινοπαθέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés., impf. et ao.</i><br />subir de mauvais traitements, être maltraité <i>ou</i> lésé ; se plaindre avec véhémence.<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]], [[πάθος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés., impf. et ao.</i><br />subir de mauvais traitements, être maltraité <i>ou</i> lésé ; se plaindre avec véhémence.<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]], [[πάθος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δεινοπᾰθέω''': (παθεῑν) μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι διὰ τὰ παθήματά μου, Δημ. 1023, ἐν τέλ., Πολύβ. 12. 6, 9· ἐπί τινι Διόδ. 19. 75, Πλούτ. 2.781Α. ― Τὸ οὐσιαστ. δεινοπάθεια κατακρίνεται ὡς εὐτελὲς ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ϛ΄, 201, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. [[τραγῳδία]].
|elnltext=δεινοπαθέω [δεινός, πάθος] zijn leed klagen.
}}
{{elru
|elrutext='''δεινοπᾰθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[тяжело страдать]], [[быть глубоко потрясенным]] (ἐπί τινι Plut., Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[горько сетовать]], [[возмущаться]], [[негодовать]] Dem., Polyb.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεινοπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[παθεῖν]]), [[παραπονιέμαι]] μεγαλόφωνα για τις δυστυχίες μου, σε Δημ.
|lsmtext='''δεινοπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[παθεῖν]]), [[παραπονιέμαι]] μεγαλόφωνα για τις δυστυχίες μου, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δεινοπᾰθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[тяжело страдать]], [[быть глубоко потрясенным]] (ἐπί τινι Plut., Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[горько сетовать]], [[возмущаться]], [[негодовать]] Dem., Polyb.
|lstext='''δεινοπᾰθέω''': (παθεῑν) μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι διὰ τὰ παθήματά μου, Δημ. 1023, ἐν τέλ., Πολύβ. 12. 6, ἐπί τινι Διόδ. 19. 75, Πλούτ. 2.781Α. ― Τὸ οὐσιαστ. δεινοπάθεια κατακρίνεται ὡς εὐτελὲς ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ϛ΄, 201, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. [[τραγῳδία]].
}}
{{elnl
|elnltext=δεινοπαθέω [δεινός, πάθος] zijn leed klagen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παθεῖν]]<br />to [[complain]] [[loudly]] of sufferings, Dem.
|mdlsjtxt=[[παθεῖν]]<br />to [[complain]] [[loudly]] of sufferings, Dem.
}}
}}

Revision as of 20:08, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινοπᾰθέω Medium diacritics: δεινοπαθέω Low diacritics: δεινοπαθέω Capitals: ΔΕΙΝΟΠΑΘΕΩ
Transliteration A: deinopathéō Transliteration B: deinopatheō Transliteration C: deinopatheo Beta Code: deinopaqe/w

English (LSJ)

complain loudly of sufferings, D.40.53, Telesp.58H., Plb.12.16.9, Luc.Syr.D.24; ἐπί τινι D.S.19.75, Plu.2.781a.

Spanish (DGE)

quejarse con vehemencia acompañado de cuasi sinón. σχετλιάζων καὶ δεινοπαθῶν D.40.53, οὐκ ἔκλαιε καὶ ἐδεινοπάθει Teles p.58, cf. D.H.4.85, Ps.Callisth.132.8, Procop.Arc.10.6, παρὼν καὶ δεινοπαθῶν D.S.12.24, cf. I.AI 1.312, Anon.in Rh.247.32, πρὸς μηδὲν ἀγανακτικῶς διατιθέμενον μηδὲ δεινοπαθοῦντα M.Ant.11.13, ἐδεινοπάθει καὶ ὠδύρετο D.C.46.53.3
gener. τοῦ δὲ νεανίσκου δεινοπαθοῦντος Plb.12.16.9, κάρτα δὲ δεινοπαθέων Luc.Syr.D.24, μᾶλλον ... ἐδεινοπάθει Ach.Tat.6.5.3
c. ἐπί y dat. quejarse mucho por ἐπὶ τῷ Κλείτου φόνῳ δεινοπαθοῦντα ... Ἀλέξανδρον a Alejandro que se quejaba mucho por la muerte de Clito Plu.2.781a, ἐπ' αὐτόν I.AI 1.312, οἱ δὲ ... πρεσβύτεροι δεινοπαθοῦντες ἐπὶ τῷ τὸν ... ἀδελφὸν ... μετέχειν τῆς ἀρχιερωσύνης I.AI 11.306, ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ δεινοπαθήσας Aesop.51.

German (Pape)

[Seite 538] Schreckliches erdulden, u. über sein Leid heftig klagen, Dem. 40, 53; Pol. 12, 16, 9 u. Sp.; ἐπί τινι D. Sic. 19, 75.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés., impf. et ao.
subir de mauvais traitements, être maltraité ou lésé ; se plaindre avec véhémence.
Étymologie: δεινός, πάθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεινοπαθέω [δεινός, πάθος] zijn leed klagen.

Russian (Dvoretsky)

δεινοπᾰθέω:
1) тяжело страдать, быть глубоко потрясенным (ἐπί τινι Plut., Diod.);
2) горько сетовать, возмущаться, негодовать Dem., Polyb.

Greek Monotonic

δεινοπᾰθέω: μέλ. -ήσω (παθεῖν), παραπονιέμαι μεγαλόφωνα για τις δυστυχίες μου, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

δεινοπᾰθέω: (παθεῑν) μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι διὰ τὰ παθήματά μου, Δημ. 1023, ἐν τέλ., Πολύβ. 12. 6, 9· ἐπί τινι Διόδ. 19. 75, Πλούτ. 2.781Α. ― Τὸ οὐσιαστ. δεινοπάθεια κατακρίνεται ὡς εὐτελὲς ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ϛ΄, 201, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. τραγῳδία.

Middle Liddell

παθεῖν
to complain loudly of sufferings, Dem.