δίχρονος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de pros.</i> à deux temps, <i>càd</i> de quantité commune (longue <i>ou</i> brève).<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[χρόνος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de pros.</i> à deux temps, <i>càd</i> de quantité commune (longue <i>ou</i> brève).<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[χρόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίχρονος:'''<br /><b class="num">1)</b> (лат. [[anceps]]) могущий быть то кратким, то долгим (τὰ φωνήεντα Plut. - sc. α, ι, υ);<br /><b class="num">2)</b> стих. равный двум морам, т. е. долгий (sc. [[συλλαβή]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρονος]], -ον)<br /><b>γραμμ.</b> (για τα φωνήεντα <i>α</i>, <i>ι</i>, <i>υ</i>) αυτός που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους, [[άλλοτε]] μακρόχρονο κι [[άλλοτε]] βραχύχρονο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετρ.)</b> [[συλλαβή]] στον στίχο που θεωρείται [[άλλοτε]] μακρόχρονη κι [[άλλοτε]] βραχύχρονη<br /><b>2.</b> αυτός που συντελείται σε δύο χρονικές περιόδους («δίχρονη [[μηχανή]]»)<br />II <b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο [[χρόνια]]<br /><b>2.</b> [[διχρονίτικος]], [[διετής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δίχρονον]] (και ως επίρρ.)<br />[[διάστημα]] δύο ετών, δύο [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από δύο βραχύχρονες συλλαβές<br /><b>2.</b> ο [[ισοδύναμος]] με δύο ενωμένους χρόνους.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρονος]], -ον)<br /><b>γραμμ.</b> (για τα φωνήεντα <i>α</i>, <i>ι</i>, <i>υ</i>) αυτός που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους, [[άλλοτε]] μακρόχρονο κι [[άλλοτε]] βραχύχρονο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετρ.)</b> [[συλλαβή]] στον στίχο που θεωρείται [[άλλοτε]] μακρόχρονη κι [[άλλοτε]] βραχύχρονη<br /><b>2.</b> αυτός που συντελείται σε δύο χρονικές περιόδους («δίχρονη [[μηχανή]]»)<br />II <b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο [[χρόνια]]<br /><b>2.</b> [[διχρονίτικος]], [[διετής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δίχρονον]] (και ως επίρρ.)<br />[[διάστημα]] δύο ετών, δύο [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από δύο βραχύχρονες συλλαβές<br /><b>2.</b> ο [[ισοδύναμος]] με δύο ενωμένους χρόνους.
}}
{{elru
|elrutext='''δίχρονος:'''<br /><b class="num">1)</b> (лат. [[anceps]]) могущий быть то кратким, то долгим (τὰ φωνήεντα Plut. - sc. α, ι, υ);<br /><b class="num">2)</b> стих. равный двум морам, т. е. долгий (sc. [[συλλαβή]]).
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίχρονος Medium diacritics: δίχρονος Low diacritics: δίχρονος Capitals: ΔΙΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: díchronos Transliteration B: dichronos Transliteration C: dichronos Beta Code: di/xronos

English (LSJ)

ον, in Metre, A of two quantities, common, D.H.Comp.14, Plu.2.737e, S.E.M.1.100; περὶ διχρόνων, title of treatise by Hdn.Gr. II consisting of two short syllables, (πούς) Heph.3.1, cf. Arc.139.20: metaph. of the pulse, Ruf.Syn. Puls.4.4. III equivalent to two time-units, Longin.Proll.Heph. p.87C.

Spanish (DGE)

-ον
I métr.
1 que puede ser larga o breve de las vocales indiferenciadas δίχρονα τό τε ᾱ καὶ τὸ ῑ καὶ τὸ ῡ D.H.Comp.14.7, cf. 8, 9, 15.2, D.T.631.5, Plu.2.737e, 738a, Ter.Maur.357, S.E.M.1.100, Aristid.Quint.41.25, 78.14, Mar.Vict.31.20, Περὶ διχρόνων tít. de una obra de Hdn.Gr.
2 consistente en dos sílabas breves (πούς) Heph.3.1, del pirriquio, Longin.Prol.Heph.87, λέξις Arc.139.20, fig., del pulso del recién nacido, en que sístole y diástole son como dos breves, Ruf.Syn.Puls.4.4
que tiene dos moras de la sílaba larga, Anon.Bellerm.1, 3, Mart.Cap.9.982.
II que se da en dos momentos distintos διχρόνους διένειμε τῷ θεῷ τιμάς atribuyó al dios honores en dos momentos distintos Heraclit.All.72.

German (Pape)

[Seite 647] zweizeitig, von zweifacher Sylbenlänge, anceps. Dion. Hal. u. a. Gramm.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de pros. à deux temps, càd de quantité commune (longue ou brève).
Étymologie: δίς, χρόνος.

Russian (Dvoretsky)

δίχρονος:
1) (лат. anceps) могущий быть то кратким, то долгим (τὰ φωνήεντα Plut. - sc. α, ι, υ);
2) стих. равный двум морам, т. е. долгий (sc. συλλαβή).

Greek (Liddell-Scott)

δίχρονος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, ἐπιδεχόμενος ἀμφότερα τὰ σημεία τοῦ τε μακροῦ καὶ τοῦ βραχέος, κοινὸς τὴν ποσότητα, Λατ. anceps, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 100.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίχρονος, -ον)
γραμμ. (για τα φωνήεντα α, ι, υ) αυτός που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους, άλλοτε μακρόχρονο κι άλλοτε βραχύχρονο
νεοελλ.
1. (μετρ.) συλλαβή στον στίχο που θεωρείται άλλοτε μακρόχρονη κι άλλοτε βραχύχρονη
2. αυτός που συντελείται σε δύο χρονικές περιόδους («δίχρονη μηχανή»)
II μσν.-νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί δύο χρόνια
2. διχρονίτικος, διετής
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το δίχρονον (και ως επίρρ.)
διάστημα δύο ετών, δύο χρόνια
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από δύο βραχύχρονες συλλαβές
2. ο ισοδύναμος με δύο ενωμένους χρόνους.