δυσοδοπαίπαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux roches impraticables.<br />'''Étymologie:''' [[δύσοδος]], παίπαλα.
|btext=ος, ον :<br />aux roches impraticables.<br />'''Étymologie:''' [[δύσοδος]], παίπαλα.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσοδοπαίπᾰλος:''' досл. непроходимый из-за скал, недоступный, перен. непознаваемый ([[λάχη]] [[θεῶν]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[δυσκολοπαίπαλος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσοδοπαίπᾰλος:''' -ον ([[ὁδός]], [[παιπαλόεις]]), [[δύσκολος]] και [[πετρώδης]], [[δύσβατος]], [[ανώμαλος]], [[απότομος]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δυσοδοπαίπᾰλος:''' -ον ([[ὁδός]], [[παιπαλόεις]]), [[δύσκολος]] και [[πετρώδης]], [[δύσβατος]], [[ανώμαλος]], [[απότομος]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσοδοπαίπᾰλος:''' досл. непроходимый из-за скал, недоступный, перен. непознаваемый ([[λάχη]] [[θεῶν]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[δυσκολοπαίπαλος]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]οδο-παίπᾰλος, ον [[ὁδός]], [[παιπαλόεις]]<br />[[difficult]] and [[rugged]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]οδο-παίπᾰλος, ον [[ὁδός]], [[παιπαλόεις]]<br />[[difficult]] and [[rugged]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσοδοπαίπᾰλος Medium diacritics: δυσοδοπαίπαλος Low diacritics: δυσοδοπαίπαλος Capitals: ΔΥΣΟΔΟΠΑΙΠΑΛΟΣ
Transliteration A: dysodopaípalos Transliteration B: dysodopaipalos Transliteration C: dysodopaipalos Beta Code: dusodopai/palos

English (LSJ)

ον, difficult and rugged, prop. of a mountain road: metaph., A.Eu.387 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δυσοδοπαίπᾰλος) -ον
de camino áspero, escarpado dud., fig. λάχη θεῶν ... δυσοδοπαίπαλα δερκομένοισι καὶ δυσομμάτοις ὁμῶς A.Eu.387, cf. Sch.A.Eu.388.

German (Pape)

[Seite 685] durch Felsen unwegsam; übtr., λάχη θεῶν Aesch. Eum. 366, Schol. δυσπαράβατα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux roches impraticables.
Étymologie: δύσοδος, παίπαλα.

Russian (Dvoretsky)

δυσοδοπαίπᾰλος: досл. непроходимый из-за скал, недоступный, перен. непознаваемый (λάχη θεῶν Aesch. - v.l. δυσκολοπαίπαλος).

Greek (Liddell-Scott)

δυσοδοπαίπᾰλος: -ον, δύσκολος καὶ πετρώδης, δύσβατος, κυρίως ἐπὶ ὀρεινοῦ δρόμου· μεταφ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 387. Ὁ Σχολ. ἑρμην. «δυσπαράβατα καὶ τραχέα».

Greek Monolingual

δυσοδοπαίπαλος, -ον (Α)
(για δρόμο) δύσβατος εξαιτίας βράχων κ.λπ.

Greek Monotonic

δυσοδοπαίπᾰλος: -ον (ὁδός, παιπαλόεις), δύσκολος και πετρώδης, δύσβατος, ανώμαλος, απότομος, τραχύς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δυσ-οδο-παίπᾰλος, ον ὁδός, παιπαλόεις
difficult and rugged, Aesch.