εὐσύνετος: Difference between revisions
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύνετος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> qui comprend aisément, intelligent;<br /><b>2</b> facile à comprendre;<br /><i>Cp.</i> εὐσυνετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συνίημι]]. | |btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύνετος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> qui comprend aisément, intelligent;<br /><b>2</b> facile à comprendre;<br /><i>Cp.</i> εὐσυνετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συνίημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐσύνετος:''' староатт. [[εὐξύνετος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[проницательный]], [[быстро схватывающий]] (εἴς τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[легко понимаемый]], [[понятный]] (τινι Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐσύνετος:''' αρχ. Αττ. εὐ-[[ξύν]]-, -ον,·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αντίληψη]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-τως</i>, με [[εξυπνάδα]], με [[ευστροφία]], συγκρ. <i>-τώτερον</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> εύκολα [[αντιληπτός]], [[εύληπτος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''εὐσύνετος:''' αρχ. Αττ. εὐ-[[ξύν]]-, -ον,·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αντίληψη]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-τως</i>, με [[εξυπνάδα]], με [[ευστροφία]], συγκρ. <i>-τώτερον</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> εύκολα [[αντιληπτός]], [[εύληπτος]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[quick]] of [[apprehension]], Arist.:—adv. -τως, with [[intelligence]], comp. -τώτερον, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> [[easily]] understood, Eur. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[quick]] of [[apprehension]], Arist.:—adv. -τως, with [[intelligence]], comp. -τώτερον, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> [[easily]] understood, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:16, 3 October 2022
English (LSJ)
old Att. εὐξ-, ον, A quick of apprehension, Arist.EN1143a11; -ώτεροι εἰς ταῦτα ib.1181b11: c. gen., γνώμης θείας Porph. ad Il. p.324 S. Adv. -τως Suid. s.v. ἀστικῶς: Comp. -ώτερον Th.4.18. II easily understood, ξυνετοῖς E.IT1092 (lyr.); διανόημα Phld.Po.2.40; κέντροις εὐσυνέτοις Epigr.Astrol.Oxy.464.42 (iii A.D.).
French (Bailly abrégé)
anc. att. εὐξύνετος;
ος, ον :
1 qui comprend aisément, intelligent;
2 facile à comprendre;
Cp. εὐσυνετώτερος.
Étymologie: εὖ, συνίημι.
Russian (Dvoretsky)
εὐσύνετος: староатт. εὐξύνετος 2
1) проницательный, быстро схватывающий (εἴς τι Arst.);
2) легко понимаемый, понятный (τινι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσύνετος: -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, συνετός, ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς ταῦτα αὐτόθι 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = εὐσυνεσία, Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, εὐκατάληπτος, Εὐρ. Ι. Τ. 1092.
Greek Monolingual
εὐσύνετος, -ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, -ον)
1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον
η ευσυνεσία, η σύνεση
3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος.
επίρρ...
εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως)
με σύνεση, συνετά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-ετός].
Greek Monotonic
εὐσύνετος: αρχ. Αττ. εὐ-ξύν-, -ον,·
I. αυτός που έχει γρήγορη αντίληψη, σε Αριστ.· επίρρ. -τως, με εξυπνάδα, με ευστροφία, συγκρ. -τώτερον, σε Θουκ.
II. εύκολα αντιληπτός, εύληπτος, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. quick of apprehension, Arist.:—adv. -τως, with intelligence, comp. -τώτερον, Thuc.
II. easily understood, Eur.