βουφόνος: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tue <i>ou</i> immole des bœufs;<br /><b>2</b> où l'on immole des bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], πέφνειν. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tue <i>ou</i> immole des bœufs;<br /><b>2</b> où l'on immole des bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], πέφνειν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βουφόνος]] -ον [[βοῦς]], [[φόνος]] waarbij runderen geslacht worden. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βουφόνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[убивающий быков]] (sc. [[Ἑρμῆς]] HH; πέλεκις Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[сопровождающийся закланием быков]] (θοῖναι Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βουφόνος:''' -ον (*[[φένω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σκοτώνει βόδια, αυτός που προσφέρει βόδια ως [[θυσία]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός στον οποίο ή για τον οποίο σφάζονται νεαρά βόδια, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''βουφόνος:''' -ον (*[[φένω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σκοτώνει βόδια, αυτός που προσφέρει βόδια ως [[θυσία]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός στον οποίο ή για τον οποίο σφάζονται νεαρά βόδια, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[*[[φένω]]<br /><b class="num">I.</b> ox-[[slaying]], ox-[[offering]], Hhymn.<br /><b class="num">II.</b> at or for [[which]] steers are [[slain]], Aesch. | |mdlsjtxt=[*[[φένω]]<br /><b class="num">I.</b> ox-[[slaying]], ox-[[offering]], Hhymn.<br /><b class="num">II.</b> at or for [[which]] steers are [[slain]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, ox-slaying, h.Merc. 436; θεράπων Simon. 172.4; πελέκεις DS. 4.12; — as substantive, priest, Paus. 1.28.10.
at or for which steers are slain, θοῖναι A. Pr. 531 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1matador de reses de Hermes h.Merc.436, θεράπων Simon.69.4D., πελέκεις D.S.4.12.
2 subst. ὁ β. sacrificador de reses del sacerdote de las Dipolias atenienses, Paus.1.28.10.
II de reses sacrificadas θοῖναι A.Pr.531.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, Rinder schlachtend, opfernd, H. h. Merc. 436. Bei Paus. 1, 28, 10 Priester in Athen. – Adj., Διονύσου θεράπων β., = πέλεκυς, Simonid. bei Ath. X, 456 a; vgl. D. Sic. 4, 12; – θοῖναι β., wobei Rinder geschlachtet werden, Aesch. Prom. 531.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui tue ou immole des bœufs;
2 où l'on immole des bœufs.
Étymologie: βοῦς, πέφνειν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουφόνος -ον βοῦς, φόνος waarbij runderen geslacht worden.
Russian (Dvoretsky)
βουφόνος:
1) убивающий быков (sc. Ἑρμῆς HH; πέλεκις Diod.);
2) сопровождающийся закланием быков (θοῖναι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
βουφόνος: -ον, βοῦς φονεύων, βοῦς θυσιάζων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 436· - ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Παυσ. 1. 28, 10· ἀλλά, β. θεράπων Ἀθήν. 456C sq. ΙΙ. ὁ καθ’ ὃν ἢ δι’ ὃν βόες νέοι σφάζονται, θοῖναι Αἰσχύλ. Πρ. 531.
Greek Monolingual
βουφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει βόδι για θυσία
2. φρ. «βουφόνοι θοῑναι» — συμπόσιο για το οποίο σφάζονται βόδια
3. το αρσ. ως ουσ. ιερέας που λαμβάνει μέρος στην τελετή θυσίας βοδιού.
Greek Monotonic
βουφόνος: -ον (*φένω),
I. αυτός που σκοτώνει βόδια, αυτός που προσφέρει βόδια ως θυσία, σε Ομηρ. Ύμν.
II. αυτός στον οποίο ή για τον οποίο σφάζονται νεαρά βόδια, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[*φένω
I. ox-slaying, ox-offering, Hhymn.
II. at or for which steers are slain, Aesch.