Κρονίδης: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />fils de Cronos, <i>càd</i> Zeus.<br />'''Étymologie:''' [[Κρόνος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />fils de Cronos, <i>càd</i> Zeus.<br />'''Étymologie:''' [[Κρόνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=Κρονίδης -ου, ὁ, Dor. Κρονίδας [Κρόνος] Dor. gen. -δαο en -δα, dat. -δᾳ; Ion. gen. -εω, vocat. -δη zoon van Kronos, (d.w.z. Zeus). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κρονίδης:''' дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) ὁ (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. [[βύθιος]] - см. [[βύθιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''Κρονίδης:''' [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο [[γιος]] του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ. | |lsmtext='''Κρονίδης:''' [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο [[γιος]] του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''Κρονίδης''': ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ [[συνημμένως]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[Κρονίδης]]· πρβλ. [[Κρονίων]], [[Κρόνος]]· ― [[γέρων]], [[γηραλέος]] [[ἄνθρωπος]], Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Κρονῐ́δης, ου,<br />patronym., son of [[Cronus]], i. e. [[Zeus]], Hom. | |mdlsjtxt=Κρονῐ́δης, ου,<br />patronym., son of [[Cronus]], i. e. [[Zeus]], Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, Patron., A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.498, al.; Ζεὺς K. 2.111, al. II Lacon. Κρονίδαρ, an aged man, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fils de Cronos, càd Zeus.
Étymologie: Κρόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Κρονίδης -ου, ὁ, Dor. Κρονίδας [Κρόνος] Dor. gen. -δαο en -δα, dat. -δᾳ; Ion. gen. -εω, vocat. -δη zoon van Kronos, (d.w.z. Zeus).
Russian (Dvoretsky)
Κρονίδης: дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) ὁ (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. βύθιος - см. βύθιος.
English (Autenrieth)
son of Cronus, Zeus, often used alone without Ζεύς, Il. 4.5.
Greek Monolingual
Κρονίδης, ὁ (Α)
1. ο γιος του θεού Κρόνου, ο Ζευς («Ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη...» Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. oἱ Κρονίδαι
οι απόγονοι του Κρόνου («Κρονίδαι μάκαρες», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κρόνος + πατρων. κατάλ. -ίδης (πρβλ. Κεχροπ-ίδης, Κενταυρ-ίδης)].
Greek Monotonic
Κρονίδης: [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο γιος του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
Κρονίδης: ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ συνημμένως Ζεὺς Κρονίδης· πρβλ. Κρονίων, Κρόνος· ― γέρων, γηραλέος ἄνθρωπος, Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.