διαυλοδρόμης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />qui court le [[δίαυλος]].<br />'''Étymologie:''' [[δίαυλος]], [[δραμεῖν]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui court le [[δίαυλος]].<br />'''Étymologie:''' [[δίαυλος]], [[δραμεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαυλοδρόμης''': -ου, ὁ, τρέχων ἐν τῷ διαύλῳ, Πίνδ. Π.10.14.
|elnltext=διαυλοδρόμης -ου, ὁ [δίαυλος, δραμεῖν] loper van de diaulos.
}}
{{elru
|elrutext='''διαυλοδρόμης:''' ου ὁ состязающийся в двойном пробеге (прямом и обратном) Pind.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαυλοδρόμης:''' -ου, ὁ ([[δραμεῖν]]), [[δρομέας]] στο <i>[[δίαυλον]]</i>, σε Πίνδ.
|lsmtext='''διαυλοδρόμης:''' -ου, ὁ ([[δραμεῖν]]), [[δρομέας]] στο <i>[[δίαυλον]]</i>, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαυλοδρόμης:''' ου ὁ состязающийся в двойном пробеге (прямом и обратном) Pind.
|lstext='''διαυλοδρόμης''': -ου, ὁ, ὁ τρέχων ἐν τῷ διαύλῳ, Πίνδ. Π.10.14.
}}
{{elnl
|elnltext=διαυλοδρόμης -ου, ὁ [δίαυλος, δραμεῖν] loper van de diaulos.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=διαυλο-δρόμης, ου, <i>n</i> [[δραμεῖν]]<br />a [[runner]] in the [[δίαυλος]], Pind.
|mdlsjtxt=διαυλο-δρόμης, ου, <i>n</i> [[δραμεῖν]]<br />a [[runner]] in the [[δίαυλος]], Pind.
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαυλοδρόμης Medium diacritics: διαυλοδρόμης Low diacritics: διαυλοδρόμης Capitals: ΔΙΑΥΛΟΔΡΟΜΗΣ
Transliteration A: diaulodrómēs Transliteration B: diaulodromēs Transliteration C: diavlodromis Beta Code: diaulodro/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ, runner in the δίαυλος, Pi.P.10.9.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, der Wettläufer im δίαυλος, Pind. P. 10, 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui court le δίαυλος.
Étymologie: δίαυλος, δραμεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαυλοδρόμης -ου, ὁ [δίαυλος, δραμεῖν] loper van de diaulos.

Russian (Dvoretsky)

διαυλοδρόμης: ου ὁ состязающийся в двойном пробеге (прямом и обратном) Pind.

Greek Monotonic

διαυλοδρόμης: -ου, ὁ (δραμεῖν), δρομέας στο δίαυλον, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

διαυλοδρόμης: -ου, ὁ, ὁ τρέχων ἐν τῷ διαύλῳ, Πίνδ. Π.10.14.

Middle Liddell

διαυλο-δρόμης, ου, n δραμεῖν
a runner in the δίαυλος, Pind.