διαμαθύνω: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=<i>impf.</i> διημάθυνον;<br />réduire en poussière : πόλιν ESCHL une ville.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀμαθύνω]]. | |btext=<i>impf.</i> διημάθυνον;<br />réduire en poussière : πόλιν ESCHL une ville.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀμαθύνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δι-αμαθύνω verpulveren. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διᾰμᾰθύνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разрушать до основания]] (πόλιν Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[уничтожать]], [[пожирать]] (κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην, sc. Ἀκταίωνα Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διᾰμᾰθύνω:''' αόρ. αʹ <i>-ημάθῡνα</i>, κονιορτοποιώ, [[αλέθω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει [[σκόνη]], [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''διᾰμᾰθύνω:''' αόρ. αʹ <i>-ημάθῡνα</i>, κονιορτοποιώ, [[αλέθω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει [[σκόνη]], [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαμαθύνω''': κατασυντρίβω εἰς κόνιν, ἐντελῶς [[καταστρέφω]], πόλιν διημάθυνεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 824· κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (ἐνν. τὸν Ἀκταίωνα) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=aor1 -ημάθῡνα<br />to [[grind]] to [[powder]], [[utterly]] [[destroy]], Aesch. | |mdlsjtxt=aor1 -ημάθῡνα<br />to [[grind]] to [[powder]], [[utterly]] [[destroy]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 2 October 2022
English (LSJ)
grind to powder, grind to powder, turn to dust, pulverise, pulverize, utterly destroy, destroy utterly, destroy, completely destroy, defeat soundly, thrash, lay waste, rampage, devastate, crush, sweep, wipe out, πόλιν διημάθυνεν A.Ag. 824; κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (sc. Actaeon) Id.Fr.244.
Spanish (DGE)
(διαμᾰθύνω)
• Prosodia: [-ῡ-]
reducir a polvo, arrasar πόλιν A.A.824
•hacer trizas, destrozar κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην ref. a Acteón, A.Fr.244.
German (Pape)
[Seite 588] ganz verwüsten, vernichten, Aesch. Ag. 798.
French (Bailly abrégé)
impf. διημάθυνον;
réduire en poussière : πόλιν ESCHL une ville.
Étymologie: διά, ἀμαθύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αμαθύνω verpulveren.
Russian (Dvoretsky)
διᾰμᾰθύνω:
1) разрушать до основания (πόλιν Aesch.);
2) уничтожать, пожирать (κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην, sc. Ἀκταίωνα Aesch.).
Greek Monolingual
διαμαθύνω (Α) αμαθύνω
μετατρέπω σε σκόνη, καταστρέφω ολοσχερώς.
Greek Monotonic
διᾰμᾰθύνω: αόρ. αʹ -ημάθῡνα, κονιορτοποιώ, αλέθω κάτι ώσπου να γίνει σκόνη, καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαθύνω: κατασυντρίβω εἰς κόνιν, ἐντελῶς καταστρέφω, πόλιν διημάθυνεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 824· κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (ἐνν. τὸν Ἀκταίωνα) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239.