γειτνίασις: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />le voisinage, les voisins.<br />'''Étymologie:''' [[γειτνιάω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />le voisinage, les voisins.<br />'''Étymologie:''' [[γειτνιάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''γειτνίᾱσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[соседство]], [[близость]] (τοῦ ἡλίου Arst.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. [[соседи]] (τὴν γειτνίασιν [[ἄπιστον]] παρέχειν, βαρβαρικαὶ γειτνιάσεις Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[близость]], [[сходство]] (κατὰ τὴν γειτνίασιν καὶ ὁμοιότητα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γειτνίᾱσις:''' ἡ, = [[γειτονία]], [[γειτονιά]]· γείτονες, σε Πλούτ.
|lsmtext='''γειτνίᾱσις:''' ἡ, = [[γειτονία]], [[γειτονιά]]· γείτονες, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''γειτνίᾱσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[соседство]], [[близость]] (τοῦ ἡλίου Arst.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. [[соседи]] (τὴν γειτνίασιν [[ἄπιστον]] παρέχειν, βαρβαρικαὶ γειτνιάσεις Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[близость]], [[сходство]] (κατὰ τὴν γειτνίασιν καὶ ὁμοιότητα Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[γειτονία]] [from [[γειτνιάω]]<br />[[neighbourhood]]: the [[neighbour]]s, Plut.
|mdlsjtxt== [[γειτονία]] [from [[γειτνιάω]]<br />[[neighbourhood]]: the [[neighbour]]s, Plut.
}}
}}

Revision as of 12:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειτνίᾱσις Medium diacritics: γειτνίασις Low diacritics: γειτνίασις Capitals: ΓΕΙΤΝΙΑΣΙΣ
Transliteration A: geitníasis Transliteration B: geitniasis Transliteration C: geitniasis Beta Code: geitni/asis

English (LSJ)

εως, ἡ, A = γειτονία, neighbourhood, neighborhood, proximity, Arist.PA672b28, etc. 2 a neighbourhood, district, OGI483.28, 32 (Pergam., ii B. C.), Ph.2.475 (pl.), Plu. Cor.24; βαρβαρικαὶ γ. Id.Per.19. II proximity, resemblance, κατὰ τὴν γειτνίασιν καὶ ὁμοιότητα Arist.EE1232a21, cf. Pol.1257a2, J.AJ12.2.9.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1vecindad, proximidad ὅταν διὰ τὴν γειτνίασιν ἑλκύσωσιν ὑγρότητα θερμήν Arist.PA 672b28, cf. Charito 4.1.5, 6.2, τὸ Ἰουδαίων γένος ... τῇ Συρίᾳ κατὰ τὴν γειτνίασιν ἀναμεμιγμένον I.BI 7.43, cf. Plot.3.6.14
c. gen. τοῦ ποταμοῦ Thphr.CP 6.18.7, ἡ γ. τῶν βασιλέων I.BI 7.223, cf. 172, AI 3.75, ὥσπερ εἴ τις σοφῷ γειτονῶν ἀπολαύοι τῆς τοῦ σοφοῦ γειτνιάσεως Plot.1.2.5, ὥστε καὶ τὰς κινήσεις εὐθύς τε λύεσθαι τῇ γειτνιάσει τοῦ λογιζομένου Porph.Sent.32.
2 barrio, distrito ἐὰν μή τινες κατὰ τὰς γειτνιάσεις ἕνεκεν τῆς πρὸς ἀλλήλους διόδου ἀτραποῖς χρῶνται SEG 13.521.28 (Pérgamo II a.C.), cf. Plu.Cor.24, ἡ χώρα, βαρβαρικαῖς ἀναμεμειγμένη γειτνιάσεσι Plu.Per.19.
3 límite, linde de tierras PNess.32.9 (VI d.C.), cf. 99.5 (VI/VII d.C.).
4 asociación cultual radicada en las cercanías del templo del dios al que estaba dedicada ἡ ἱερὰ Λητοῦς γ. TAM 3.765.11 (Termeso, imper.), Διὸ[ς] Σωτ[ῆ] ρος ἡ γ. IPrusias 63, 64.
II fig. semejanza κατὰ τὴν γειτνίασιν καὶ ὁμοιότητα Arist.EE 1232a21, cf. Pol.1257a2, τῇ παραλλήλῳ τῆς ἰδέας γειτνιάσει I.AI 12.72.

German (Pape)

[Seite 478] ἡ, die Nachbarschaft, Arist. Pol. 1, 9; Pol. 18, 19, 4; die Nachbarn, Plut. Cor. 24; auch im plur., Pericl. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
le voisinage, les voisins.
Étymologie: γειτνιάω.

Russian (Dvoretsky)

γειτνίᾱσις: εως ἡ
1) соседство, близость (τοῦ ἡλίου Arst.);
2) тж. pl. соседи (τὴν γειτνίασιν ἄπιστον παρέχειν, βαρβαρικαὶ γειτνιάσεις Plut.);
3) близость, сходство (κατὰ τὴν γειτνίασιν καὶ ὁμοιότητα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γειτνίᾱσις: ἡ, = γειτονία, τὸ εἶναι πλησίον, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 10, 5, κτλ. 2) οἱ γείτονες, ἡ «γειτονιά», Πλούτ. Περικλ. 19, Κοριολ. 24. ΙΙ. πλησιότης, ὁμοιότης, κατὰ τὴν γ. καὶ ὁμοιότητα Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 5, 1, πρβλ. 3. 6, 2, πρβλ. Πολ. 1. 9, 1.

Greek Monotonic

γειτνίᾱσις: ἡ, = γειτονία, γειτονιά· γείτονες, σε Πλούτ.

Middle Liddell

= γειτονία [from γειτνιάω
neighbourhood: the neighbours, Plut.