θερμόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux pensées ardentes.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]], [[βουλή]].
|btext=ος, ον :<br />aux pensées ardentes.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]], [[βουλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''θερμόβουλος:''' [[горячий]], [[пламенный]] ([[σπλάγχνον]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θερμόβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), αυτός που έχει ορμητικό χαρακτήρα, [[βαμμένος]], μαλακωμένος, σε Ευρ. [[παρά]] Αριστοφ.
|lsmtext='''θερμόβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), αυτός που έχει ορμητικό χαρακτήρα, [[βαμμένος]], μαλακωμένος, σε Ευρ. [[παρά]] Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θερμόβουλος:''' [[горячий]], [[пламенный]] ([[σπλάγχνον]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θερμό-βουλος, ον [[βουλή]]<br />hot-tempered, Eur. ap. Ar.
|mdlsjtxt=θερμό-βουλος, ον [[βουλή]]<br />hot-tempered, Eur. ap. Ar.
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμόβουλος Medium diacritics: θερμόβουλος Low diacritics: θερμόβουλος Capitals: ΘΕΡΜΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: thermóboulos Transliteration B: thermoboulos Transliteration C: thermovoulos Beta Code: qermo/boulos

English (LSJ)

ον, hot-tempered, rash, σπλάγχνον E.Fr.858; parodied in Ar.Ach. 119; ἄνθρωπος Ael.NA8.17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux pensées ardentes.
Étymologie: θερμός, βουλή.

Russian (Dvoretsky)

θερμόβουλος: горячий, пламенный (σπλάγχνον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θερμόβουλος: -ον, ἔχων θερμὴν ἰδιοσυγκρασίαν, ὁρμητικός, Εὐρ. (Ἀποσπ. 852), παρῳδούμενον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 119· ἀνὴρ Αἰλ. π. Ζ. 7. 17.

Greek Monolingual

θερμόβουλος, -ον (Α)
αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δίβουλος, επίβουλος, σύμβουλος].

Greek Monotonic

θερμόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που έχει ορμητικό χαρακτήρα, βαμμένος, μαλακωμένος, σε Ευρ. παρά Αριστοφ.

Middle Liddell

θερμό-βουλος, ον βουλή
hot-tempered, Eur. ap. Ar.