κατάγγελτος: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />annoncé, dénoncé.<br />'''Étymologie:''' [[καταγγέλλω]]. | |btext=ος, ον :<br />annoncé, dénoncé.<br />'''Étymologie:''' [[καταγγέλλω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατάγγελτος -ον [καταγγέλλω] verraden, verklikt:. σφᾶς... τοῖς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι dat aan de vijand verraden zou worden dat zij... Thuc. 7.48.1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάγγελτος:''' [[объявленный]], [[известный]] (κατάγγελτόν τινι γίγνεσθαι Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κατάγγελτος:''' -ον, κατηγγελμένος, φανερωμένος, προδομένος, σε Θουκ. | |lsmtext='''κατάγγελτος:''' -ον, κατηγγελμένος, φανερωμένος, προδομένος, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατάγγελτος''': -ον, κατηγγελμένος, προδεδομένος, κ. γίγνεσθαί τινι Θουκ. 7. 48, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κατάγγελτος]], ον [from [[καταγγέλλω]]<br />denounced, [[betrayed]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[κατάγγελτος]], ον [from [[καταγγέλλω]]<br />denounced, [[betrayed]], Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, denounced, betrayed, κ. γίγνεσθαί τινι Th.7.48, cf. D.C.Fr.11.14.
German (Pape)
[Seite 1341] angekündigt, verrathen, τινἰ γίγνεσθαι Thuc. 7, 48.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
annoncé, dénoncé.
Étymologie: καταγγέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάγγελτος -ον [καταγγέλλω] verraden, verklikt:. σφᾶς... τοῖς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι dat aan de vijand verraden zou worden dat zij... Thuc. 7.48.1.
Russian (Dvoretsky)
κατάγγελτος: объявленный, известный (κατάγγελτόν τινι γίγνεσθαι Thuc.).
Greek Monolingual
κατάγγελτος, -ον (Α) καταγγέλομαι
αυτός εναντίον του οποίου έγινε καταγγελία
(«τοῖς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι», Θουκ.).
Greek Monotonic
κατάγγελτος: -ον, κατηγγελμένος, φανερωμένος, προδομένος, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάγγελτος: -ον, κατηγγελμένος, προδεδομένος, κ. γίγνεσθαί τινι Θουκ. 7. 48, κτλ.
Middle Liddell
κατάγγελτος, ον [from καταγγέλλω
denounced, betrayed, Thuc.