καλλιώνυμος: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />au beau nom ; ὁ [[καλλιώνυμος]] sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ὄνομα]]. | |btext=ος, ον :<br />au beau nom ; ὁ [[καλλιώνυμος]] sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ὄνομα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καλλιώνυμος -ου, ὁ [καλός, ὄνομα] sterrenkijker (een vissoort). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλῐώνῠμος:''' ὁ [[рыба звездочет]] (предполож. Uranoscopus [[scaber]]) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλλιώνυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] όνομα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[καλλιώνυμος]]<br />ο [[ιχθύς]] [[ουρανοσκόπος]] ο σκάβηρος («[[δράκων]], [[καλλιώνυμος]], [[κωβιός]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ιδιώνυμος]], <i>καλ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει]. | |mltxt=[[καλλιώνυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] όνομα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[καλλιώνυμος]]<br />ο [[ιχθύς]] [[ουρανοσκόπος]] ο σκάβηρος («[[δράκων]], [[καλλιώνυμος]], [[κωβιός]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ιδιώνυμος]], <i>καλ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, with beautiful name: as substantive, a kind of fish, Uranoscopus scaber, Hp.Vict.2.48, Arist.HA598a11, Men.31, Anaxipp.2.2: sens. obsc., Com.Adesp.1023.
German (Pape)
[Seite 1311] schönnamig. – Ein Fisch, Arist. H. A. 8, 13 Ael. H. A. 13, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au beau nom ; ὁ καλλιώνυμος sorte de poisson.
Étymologie: καλός, ὄνομα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιώνυμος -ου, ὁ [καλός, ὄνομα] sterrenkijker (een vissoort).
Russian (Dvoretsky)
καλλῐώνῠμος: ὁ рыба звездочет (предполож. Uranoscopus scaber) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιώνῠμος: -ον, ἔχων ὡραῖον ὄνομα: ὡς οὐσιαστ., εἶδος ἰχθύος, οὐρανοσκόπος, Ἱππ. 357. 43, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3, Μένανδρ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλιώνυμος· εἶδος ἰχθύος. Μεταφέροντες δέ τινες τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου ἔτασσον ἀνδρὸς καὶ γυναικός»· ὁ αὐτ. ἐν λέξ. ψαμμοδύτης λέγει: «ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν». - Ὁ οὐρανοσκόπος κατὰ τὸν Κοραῆν, ὑπὸ μὲν τῶν Βυζαντίων νῦν καλεῖται βάτραχος, ὑπὸ δὲ τῶν Σμυρναίων βοῦφος (χυδ. μποῦφος) κτλ. Ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 68, 69 κἑξ.
Greek Monolingual
καλλιώνυμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίο όνομα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καλλιώνυμος
ο ιχθύς ουρανοσκόπος ο σκάβηρος («δράκων, καλλιώνυμος, κωβιός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ιδιώνυμος, καλ-ώνυμος. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].