Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταστεφής: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ής, ές :<br />couronné.<br />'''Étymologie:''' [[καταστέφω]].
|btext=ής, ές :<br />couronné.<br />'''Étymologie:''' [[καταστέφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταστεφής''': -ές, καταστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ὁρῶ τὸν ἄνδρα καταστεφῆ Σοφ. Τρ. 178· ἡμερίδες χλοεροῖσι καταστεφέες πετάλοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 220, κτλ.· ἐπὶ κλάδου ἱκετηρίας, ἐστεμμένος δι’ ἐρίου, Εὐρ. Ἱκέτ. 259.
|elnltext=καταστεφής -ές [καταστέφω] bekranst.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστεφής:''' [[увенчанный]] ([[ἀνήρ]] Soph.; γεραιαί Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''καταστεφής:''' -ές, [[στεφανωμένος]], σε Σοφ.· λέγεται για ικευτικά κλαδιά, περιπλεγμένος με [[μαλλί]], σε Ευρ.
|lsmtext='''καταστεφής:''' -ές, [[στεφανωμένος]], σε Σοφ.· λέγεται για ικευτικά κλαδιά, περιπλεγμένος με [[μαλλί]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταστεφής:''' [[увенчанный]] ([[ἀνήρ]] Soph.; γεραιαί Eur.).
|lstext='''καταστεφής''': -ές, καταστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ὁρῶ τὸν ἄνδρα καταστεφῆ Σοφ. Τρ. 178· ἡμερίδες χλοεροῖσι καταστεφέες πετάλοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 220, κτλ.· ἐπὶ κλάδου ἱκετηρίας, ἐστεμμένος δι’ ἐρίου, Εὐρ. Ἱκέτ. 259.
}}
{{elnl
|elnltext=καταστεφής -ές [καταστέφω] bekranst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατστεφής, ές<br />[[crowned]], Soph.; of [[suppliant]] branches, wreathed with [[wool]], Eur. [from [[καταστέφω]]
|mdlsjtxt=κατστεφής, ές<br />[[crowned]], Soph.; of [[suppliant]] branches, wreathed with [[wool]], Eur. [from [[καταστέφω]]
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστεφής Medium diacritics: καταστεφής Low diacritics: καταστεφής Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: katastephḗs Transliteration B: katastephēs Transliteration C: katastefis Beta Code: katastefh/s

English (LSJ)

ές, crowned, S.Tr.178, A.R.3.220, etc.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné.
Étymologie: καταστέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστεφής -ές [καταστέφω] bekranst.

Russian (Dvoretsky)

καταστεφής: увенчанный (ἀνήρ Soph.; γεραιαί Eur.).

Greek Monolingual

καταστεφής, -ές (Α)
1. αυτός που φορεί στεφάνι στο κεφάλι, ο στεφανωμένος
2. (για κλάδο ικετηρίας ράβδου) στεφανωμένος με έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στεφής (< στέφος), πρβλ. επιστεφής, περιστεφής].

Greek Monotonic

καταστεφής: -ές, στεφανωμένος, σε Σοφ.· λέγεται για ικευτικά κλαδιά, περιπλεγμένος με μαλλί, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστεφής: -ές, καταστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ὁρῶ τὸν ἄνδρα καταστεφῆ Σοφ. Τρ. 178· ἡμερίδες χλοεροῖσι καταστεφέες πετάλοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 220, κτλ.· ἐπὶ κλάδου ἱκετηρίας, ἐστεμμένος δι’ ἐρίου, Εὐρ. Ἱκέτ. 259.

Middle Liddell

κατστεφής, ές
crowned, Soph.; of suppliant branches, wreathed with wool, Eur. [from καταστέφω