νυμφότιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est <i>ou</i> se fait en l'honneur d'une jeune mariée.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]], [[τιμή]].
|btext=ος, ον :<br />qui est <i>ou</i> se fait en l'honneur d'une jeune mariée.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]], [[τιμή]].
}}
{{elru
|elrutext='''νυμφότῑμος:''' [[славящий невесту]], [[раздающийся в честь невесты]] ([[μέλος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυμφότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που αποδίδει τιμές στη [[νύφη]]· [[μέλος]] νυμφότιμον, γαμήλιο [[τραγούδι]], [[υμέναιος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''νυμφότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που αποδίδει τιμές στη [[νύφη]]· [[μέλος]] νυμφότιμον, γαμήλιο [[τραγούδι]], [[υμέναιος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυμφότῑμος:''' [[славящий невесту]], [[раздающийся в честь невесты]] ([[μέλος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νυμφό-τῑμος, ον, [[τιμή]]<br />honouring the [[bride]]: [[μέλος]] ν. the [[bridal]] [[song]], Aesch.
|mdlsjtxt=νυμφό-τῑμος, ον, [[τιμή]]<br />honouring the [[bride]]: [[μέλος]] ν. the [[bridal]] [[song]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφότῑμος Medium diacritics: νυμφότιμος Low diacritics: νυμφότιμος Capitals: ΝΥΜΦΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: nymphótimos Transliteration B: nymphotimos Transliteration C: nymfotimos Beta Code: numfo/timos

English (LSJ)

ον, honouring the bride: μέλος ν. bridal song, A.Ag.705 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est ou se fait en l'honneur d'une jeune mariée.
Étymologie: νύμφη, τιμή.

Russian (Dvoretsky)

νυμφότῑμος: славящий невесту, раздающийся в честь невесты (μέλος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νυμφότῑμος: -ον, ὁ τὴν νύμφην τιμῶν, μέλος ν., τὸ γαμήλιον ᾆσμα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 705.

Greek Monolingual

νυμφότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμά τη νύφη ή που γίνεται προς τιμή της νύφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -τιμος (< τιμή), πρβλ. θεό-τιμος].

Greek Monotonic

νυμφότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που αποδίδει τιμές στη νύφη· μέλος νυμφότιμον, γαμήλιο τραγούδι, υμέναιος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νυμφό-τῑμος, ον, τιμή
honouring the bride: μέλος ν. the bridal song, Aesch.