λυγαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[ἠλύγη]].
|btext=α, ον :<br />sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[ἠλύγη]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῡγαῖος:''' [[темный]], [[мрачный]] ([[νύξ]] Soph.; [[νέφος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡγαῖος:''' -α, -ον ([[λύγη]]), [[σκιώδης]], [[σκιερός]], [[σκοτεινός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''λῡγαῖος:''' -α, -ον ([[λύγη]]), [[σκιώδης]], [[σκιερός]], [[σκοτεινός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡγαῖος:''' [[темный]], [[мрачный]] ([[νύξ]] Soph.; [[νέφος]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡγαῖος Medium diacritics: λυγαῖος Low diacritics: λυγαίος Capitals: ΛΥΓΑΙΟΣ
Transliteration A: lygaîos Transliteration B: lygaios Transliteration C: lygaios Beta Code: lugai=os

English (LSJ)

α, ον, (λύγη) shadowy, murky, gloomy, νέφος S.Fr.525, E. Heracl.855; νυκτὸς ὄμμα λυγαίας Id.IT110, cf. A.R.2.1120; ἐσθής Lyc.973; εἱρκτή Id.351; θάλαμος IG12(8).92.10 (Imbros, ii/i B.C.). Adv. -αίως Eust.1756.28, Hsch. (-γαῶς cod.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
sombre, obscur.
Étymologie: DELG v. ἠλύγη.

Russian (Dvoretsky)

λῡγαῖος: темный, мрачный (νύξ Soph.; νέφος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡγαῖος: -α, -ον, (λύγη) σκιώδης, σκιερός, σκοτεινός, νέφος Σοφ. Ἀποσπ. 471, Εὐρ. Ἡρακλ. 855· νυκτὸς ὄμμα λυγαίας ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 110, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1121· ἐσθὴς Λυκόφρ. 973, κτλ. ― Ὡσαύτως ἠλῠγαῖος, Ἐπίρρ. λυγαίως, σκοτεινῶς, ἀφανῶς, λεληθότως, Ἡσύχ., Σουΐδ., κλ. ΙΙ. Παρ’ Ἡσύχ. «λύγαια· τὰ περὶ ταῖς χερσὶ ψέλλια».

Greek Monolingual

(I)
λυγαῖος, -αία, -ον (Α) λύγη
1. σκοτεινός, σκούρος, σκιερός, σκιώδηςὅταν δὲ νυκτὸς ὄμμα λυγαίας μόλῃ», Σοφ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λυγαία
ονομασία μιας πόας.
επίρρ...
λυγαίως (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, λεληθότως».
(II)
ο
ζωολ. γένος ετερόπτερων εντόμων της οικογένειας lygaeidae.

Greek Monotonic

λῡγαῖος: -α, -ον (λύγη), σκιώδης, σκιερός, σκοτεινός, σε Ευρ.

Middle Liddell

λῡγαῖος, η, ον λύγη
shadowy, murky, gloomy, Eur.

English (Woodhouse)

dark, gloomy, without light

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)