μονόπελμος: Difference between revisions

From LSJ

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’a qu'une semelle.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[πέλμα]].
|btext=ος, ον :<br />qui n’a qu'une semelle.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[πέλμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονόπελμος:''' [[с одной]] (ординарной) подошвой ([[συγχίς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονόπελμος:''' -ον ([[πέλμα]]), αυτός που έχει ένα μόνο [[πέλμα]] (σόλα), σε Ανθ.
|lsmtext='''μονόπελμος:''' -ον ([[πέλμα]]), αυτός που έχει ένα μόνο [[πέλμα]] (σόλα), σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόπελμος:''' [[с одной]] (ординарной) подошвой ([[συγχίς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονό-πελμος, ον [[πέλμα]]<br />with but one [[sole]], Anth.
|mdlsjtxt=μονό-πελμος, ον [[πέλμα]]<br />with but one [[sole]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόπελμος Medium diacritics: μονόπελμος Low diacritics: μονόπελμος Capitals: ΜΟΝΟΠΕΛΜΟΣ
Transliteration A: monópelmos Transliteration B: monopelmos Transliteration C: monopelmos Beta Code: mono/pelmos

English (LSJ)

ον, with a single sole, AP6.294 (Phan.), Edict.Diocl.9.16. πεπλος, ον, with but one robe, i.e. wearing the tunic only (v. ἄπεπλος), like a Dorian maiden, E.Hec.933 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 204] einsöhlig, B. A. 425; συγχίς, Phani. 2 (VI, 294).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a qu'une semelle.
Étymologie: μόνος, πέλμα.

Russian (Dvoretsky)

μονόπελμος: с одной (ординарной) подошвой (συγχίς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόπελμος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον πέλμα, Ἀνθ. Π. 6. 294.

Greek Monolingual

μονόπελμος, -ον (Α)
(για υποδήματα) αυτός που έχει ένα μόνο πέλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πελμος (< πέλμα), πρβλ. βαθύ-πελμος].

Greek Monotonic

μονόπελμος: -ον (πέλμα), αυτός που έχει ένα μόνο πέλμα (σόλα), σε Ανθ.

Middle Liddell

μονό-πελμος, ον πέλμα
with but one sole, Anth.