μισθοδότης: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui donne un salaire, une solde.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[δίδωμι]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />celui qui donne un salaire, une solde.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[δίδωμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μισθοδότης:''' ου ὁ выплачивающий жалованье, работодатель, наниматель Xen., Plat., Aeschin., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μισθοδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η [[πληρωμή]] των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''μισθοδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η [[πληρωμή]] των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μισθο-[[δότης]], ου, ὁ,<br />one who pays wages, a [[paymaster]], Plat., Xen. | |mdlsjtxt=μισθο-[[δότης]], ου, ὁ,<br />one who pays wages, a [[paymaster]], Plat., Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, paymaster, Pl.R.463b, X.An.1.3.9, Aeschin.3.218, Plb.6.21.5, etc.
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui donne un salaire, une solde.
Étymologie: μισθός, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
μισθοδότης: ου ὁ выплачивающий жалованье, работодатель, наниматель Xen., Plat., Aeschin., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μισθοδότης: -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ.
Greek Monolingual
ο (Α μισθοδότης)
αυτός που δίνει μισθό σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.
Greek Monotonic
μισθοδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η πληρωμή των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
μισθο-δότης, ου, ὁ,
one who pays wages, a paymaster, Plat., Xen.