μάννος: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />collier.<br />'''Étymologie:''' DELG -.<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[collier]].<br />'''Étymologie:''' DELG -.<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:50, 8 January 2023
English (LSJ)
also μόννος, ὁ, necklace, Dor. word, Poll.5.99; μάννος, glossed μανιάκιον, Sch.Theoc.11.41.
German (Pape)
[Seite 93] ὁ, Schol. Theocr. 11, 40, auch μάνος u. μόννος, vgl. monile, μανιάκης u. μαννάκιον, Halsband, dor. nach Poll. 5, 99.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
collier.
Étymologie: DELG -.
Syn. δεράγκη, δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.
Greek (Liddell-Scott)
μάννος: ἢ μάνος, ὁ, Λατ. monile, περιδέραιον, Δωρ. λέξ., Πολυδ. Ε΄, 99· Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 41.
Greek Monolingual
μάννος και μόννος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) περιδέραιο, περιτραχήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συντετμημένο τ. της λ. μανιάκης].
Greek Monotonic
μάννος: ὁ, Λατ. monile, κολλάρο.