καταφρόνησις: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />mépris.<br />'''Étymologie:''' [[καταφρονέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />mépris.<br />'''Étymologie:''' [[καταφρονέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταφρόνησις -εως, ἡ [καταφρονέω] minachting. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταφρόνησις:''' εως ἡ Thuc., Plat., Arst., Diod. = [[καταφρόνημα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταφρόνησις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[περιφρόνηση]], καταφρόνοια, σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] αρνητική [[σημασία]], αντίθ. προς το [[αὔχημα]], σε Θουκ. | |lsmtext='''καταφρόνησις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[περιφρόνηση]], καταφρόνοια, σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] αρνητική [[σημασία]], αντίθ. προς το [[αὔχημα]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 23:25, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, contempt, disdain, Th.1.122, Pl.R.558b, Arist.Rh.1378b14, D.S.1.93, etc.; disregard, neglect, PMasp.94.13 (vi A.D.), etc.; εἰς κ. ἄγειν τοὺς λόγους D.H. Orat.Vett.2; περὶ ἀλόγου καταφρονήσεως, title of work by Polystratus: also without any bad sense, opp. αὔχημα, Th.2.62.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
mépris.
Étymologie: καταφρονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφρόνησις -εως, ἡ [καταφρονέω] minachting.
Russian (Dvoretsky)
καταφρόνησις: εως ἡ Thuc., Plat., Arst., Diod. = καταφρόνημα.
Greek (Liddell-Scott)
καταφρόνησις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., καὶ συνηθέστερον περιφρόνησις, Θουκ. 1. 122, Πλάτ. Πολ. 558Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 3· ἀντιτίθεται πρὸς τὸ αὔχημα, τὸ σημαῖνον τὴν μεγὰλην ἰδέαν ἢ τὸ θάρρος, «τὰ ἐγγινόμενα καὶ ἀπὸ εὐτυχοῦς ἀμαθείας καὶ δειλῷ τινι», Θουκ. 2. 62. καταφρονητέον, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ καταφρονήσῃ, τινὸς Ἀθήν. 625D.
Greek Monotonic
καταφρόνησις: -εως, ἡ,
1. περιφρόνηση, καταφρόνοια, σε Θουκ., Πλάτ.
2. χωρίς αρνητική σημασία, αντίθ. προς το αὔχημα, σε Θουκ.
Middle Liddell
καταφρόνησις, εως [from καταφρονέω
1. contempt, disdain, Thuc., Plat.
2. without any bad sense, opp. to αὔχημα, Thuc.