μυρμηκώδης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μυρμηκώδης:''' [[напоминающий муравья]], [[муравьиный]] ([[φιλοπλουτία]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυρμηκώδης]], -ῶδες (Α) [[μύρμηξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με [[μυρμήγκι]] («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῖν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος. | |mltxt=[[μυρμηκώδης]], -ῶδες (Α) [[μύρμηξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με [[μυρμήγκι]] («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῖν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, = μυρμηκοειδής, Plu.2.458c; φιλοπλουτία ib.525e.
German (Pape)
[Seite 220] ες, = μυρμηκοειδής, Plut. de coh. ira 10.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.
Étymologie: μύρμηξ, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
μυρμηκώδης: напоминающий муравья, муравьиный (φιλοπλουτία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκώδης: -ες, = μυρμηκοειδής, Πλούτ. 2. 458C, 525E· ὡσαύτως πλήρης σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Μάρκελλ. Σιδήτης 97.
Greek Monolingual
μυρμηκώδης, -ῶδες (Α) μύρμηξ
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με μυρμήγκι («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῖν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», Πλούτ.)
2. αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.