νεβρίς: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[δορά]];<br />peau de faon.<br />'''Étymologie:''' [[νεβρός]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[δορά]];<br />peau de faon.<br />'''Étymologie:''' [[νεβρός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεβρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ (sc. [[δορά]]) шкура молодого оленя (ἐν ποικίλαισι νεβρίσι Eur.; ν. [[χρυσόπαστος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεβρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[δέρμα]] νεογέννητου ελαφιού, [[ιδίως]] ως [[ένδυμα]] του Βάκχου και των ακολούθων του βακχευόντων, σε Ευρ. | |lsmtext='''νεβρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[δέρμα]] νεογέννητου ελαφιού, [[ιδίως]] ως [[ένδυμα]] του Βάκχου και των ακολούθων του βακχευόντων, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νεβρίς]], ίδος, ἡ,<br />a fawnskin, esp. as the [[dress]] of [[Bacchus]] and the Bacchantes, Eur. | |mdlsjtxt=[[νεβρίς]], ίδος, ἡ,<br />a fawnskin, esp. as the [[dress]] of [[Bacchus]] and the Bacchantes, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, gen. ίδος [ῐ] E.Ba.136 (lyr.; late ῖδος D.P.703, 946), νεβρίδα E.Ba.24, Thesp.1, νεβρίσι E. Ba.249, νεβρίδας ib.696:—fawnskin, esp. as the dress of Dionysus and the Bacchae, Il.cc.
German (Pape)
[Seite 235] ίδος, ἡ, das Fell eines Hirschkalbes, bes. Bekleidung des Bacchus und der Bacchantinnen; νεβρίδ' ἐξάψας χροός, Eur. Bacch. 24; νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἔνδυτον, 137; ἐν ποικίλαισι νεβρίσι, 111; Sp., wie Luc. Bacch. 1; Plut. Symp. 4 extr. u. A. – [Νεβρῖδος hat D. Per. 703. 946, u. Draco p. 69, 23 führt ihn allein an; aber für die Kürze des ι sprechen Eur. Bacch. 24. 230, Theocr. ep. 2, 4, Hedyl. 2, 6, Opp. Cyn. 4, 245 u. a. sp. D.]
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
s.e. δορά;
peau de faon.
Étymologie: νεβρός.
Russian (Dvoretsky)
νεβρίς: ίδος (ῐδ) ἡ (sc. δορά) шкура молодого оленя (ἐν ποικίλαισι νεβρίσι Eur.; ν. χρυσόπαστος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νεβρίς: ἡ: γεν. -ῖδος, Διον. Π. 703, 946, καὶ εἶναι ὁ μόνος τύπος ὃν παρέχει ὁ Δράκων· ἀλλὰ ῐ ἐν τοῖς: νεβρίδος Εὐρ. Βάκχ. 137· νεβρίδα αὐτόθι 24· νεβρίσι αὐτόθι 249· νεβρίδας αὐτόθι 696, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 90· - δέρμα νεβροῦ, ἰδίως ὡς ἔνδυμα τοῦ Διονύσου καὶ τῶν βακχευόντων.
Greek Monolingual
η (Α νεβρίς, -ῑδος και -ίδος)
το δέρμα του νεβρού, του νεογνού του ελαφιού («νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος», Πλούτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών της οικογένειας τών συαινιδών
αρχ.
το δέρμα του νεαρού ελαφιού, ιδίως ως ένδυμα του Βάκχου και τών θιασωτών του, τών μάντεων κ.λπ. («νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μαργαρίς)].
Greek Monotonic
νεβρίς: -ίδος, ἡ, δέρμα νεογέννητου ελαφιού, ιδίως ως ένδυμα του Βάκχου και των ακολούθων του βακχευόντων, σε Ευρ.
Middle Liddell
νεβρίς, ίδος, ἡ,
a fawnskin, esp. as the dress of Bacchus and the Bacchantes, Eur.