μισθαρχίδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui recherche les fonctions lucratives.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀρχή]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui recherche les fonctions lucratives.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀρχή]].
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαρχίδης:''' ου ὁ (шутл., по анал. со [[σπουδαρχίδης]]) искатель хорошо оплачиваемых должностей, любитель высокого жалованья Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθαρχίδης:''' -ου, ὁ ([[ἀρχή]]), κωμικ. πατρωνυμ., [[γιος]] αξιωματούχου με κληρονομικά δικαιώματα στο [[αξίωμα]] του [[πατέρα]] του, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μισθαρχίδης:''' -ου, ὁ ([[ἀρχή]]), κωμικ. πατρωνυμ., [[γιος]] αξιωματούχου με κληρονομικά δικαιώματα στο [[αξίωμα]] του [[πατέρα]] του, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαρχίδης:''' ου ὁ (шутл., по анал. со [[σπουδαρχίδης]]) искатель хорошо оплачиваемых должностей, любитель высокого жалованья Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μισθ-αρχίδης, ου, ὁ, [ἀρχη]<br />Comic [[Patron]]., son of a placeman, Ar.
|mdlsjtxt=μισθ-αρχίδης, ου, ὁ, [ἀρχη]<br />Comic [[Patron]]., son of a placeman, Ar.
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαρχίδης Medium diacritics: μισθαρχίδης Low diacritics: μισθαρχίδης Capitals: ΜΙΣΘΑΡΧΙΔΗΣ
Transliteration A: mistharchídēs Transliteration B: mistharchidēs Transliteration C: mistharchidis Beta Code: misqarxi/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ, son of a placeman, Com. patronym. in Ar. Ach.597; cf. σπουδαρχίδης.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, wer nach solchen Aemtern strebt, für die man besoldet wird, Ar. Ach. 572, wie σπουδαρχίδης gebildet.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui recherche les fonctions lucratives.
Étymologie: μισθός, ἀρχή.

Russian (Dvoretsky)

μισθαρχίδης: ου ὁ (шутл., по анал. со σπουδαρχίδης) искатель хорошо оплачиваемых должностей, любитель высокого жалованья Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρχίδης: -ου, ὁ, (ἀρχή) ὁ κληρονομικὸς ὑποψήφιος εἰς μισθοδοτούμενα ὑπουργήματα, υἱὸς τοῦ ἐπὶ ἁδρᾷ πληρωμῇ κατέχοντος ὑπούργημά τι, κωμικὸν πατρωνυμικὸν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 597· πρβλ. σπουδαρχίδης.

Greek Monolingual

μισθαρχίδης, ὁ (Α)
(κωμικό πατρων. στον Αριστοφ.) αυτός που επιδιώκει για τον εαυτό του τις εξουσίες και τα δημόσια αξιώματα τα οποία αμείβονται με μισθό («σὺ δ' ἐξ ὅτου περ πόλεμος μισθαρχίδης», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀρχή + κατάλ. -ίδης].

Greek Monotonic

μισθαρχίδης: -ου, ὁ (ἀρχή), κωμικ. πατρωνυμ., γιος αξιωματούχου με κληρονομικά δικαιώματα στο αξίωμα του πατέρα του, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μισθ-αρχίδης, ου, ὁ, [ἀρχη]
Comic Patron., son of a placeman, Ar.